Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κώδων

См. также в других словарях:

  • κώδων — bell masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… …   Dictionary of Greek

  • κωδώνοιν — κώδων bell masc/fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδώνων — κώδων bell masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωνα — κώδων bell masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωνας — κώδων bell masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωνες — κώδων bell masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωνι — κώδων bell masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωνος — κώδων bell masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωσι — κώδων bell masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωσιν — κώδων bell masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»