Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κύφωσις

См. также в других словарях:

  • κύφωσις — being humpbacked fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυφώσει — κύφωσις being humpbacked fem nom/voc/acc dual (attic epic) κυφώσεϊ , κύφωσις being humpbacked fem dat sg (epic) κύφωσις being humpbacked fem dat sg (attic ionic) κυφόομαι have curvature of the spine fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυφώσεις — κύφωσις being humpbacked fem nom/voc pl (attic epic) κύφωσις being humpbacked fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυφώσιες — κύφωσις being humpbacked fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύφωση — Κυρτότητα της σπονδυλικής στήλης, με την κοιλότητα προς τα εμπρός. Στο άτομο με φυσιολογική διαμόρφωση υπάρχει μια κ. της σπονδυλικής στήλης στο θωρακικό της τμήμα και μια μικρότερη στο κατώτερό της άκρο (ιερόν οστούν). Όταν αυτή η κ. εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοκύφωσις — ὀπισθοκύφωσις, ἡ (Α) η προς τα πίσω κύφωση τής σπονδυλικής στήλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + κύφωσις] …   Dictionary of Greek

  • κυφώσεως — κυφώσεω̆ς , κύφωσις being humpbacked fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύφωσιν — κύφων crooked piece of wood masc dat pl κύφωσις being humpbacked fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»