Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κύσσαρος

См. также в других словарях:

  • κύσσαρος — κύσσαρος, ὁ (Α) πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρ. τού κυσός* που εμφανίζει επίθημα αρος (πρβλ. χίμ αρος)] …   Dictionary of Greek

  • κύσσαρον — κύσσαρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίσσαρος — κίσσαρος, ὁ (AM) μσν. κισσός αρχ. 1. κύσσαρος 2. το φυτό κίστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + επίθημα αρος (πρβλ. κάνθ αρος, κόμ αρος)] …   Dictionary of Greek

  • κύτταρος — κύτταρος, ὁ (Α) 1. κυψέλη κηρήθρας 2. κοίλωμα που υπάρχει μέσα στον βλαστό τής κουκιάς 3. κώνος πεύκου 4. το ακανθώδες περίβλημα τού καρπού τών κυπελλοφόρων φυτών 5. φρ. «κύτταρος οὐρανοῡ» ο κοίλος θόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ …   Dictionary of Greek

  • (s)keu-2, (s)keu̯ǝ : (s)kū- —     (s)keu 2, (s)keu̯ǝ : (s)kū     English meaning: to cover, wrap     Deutsche Übersetzung: “bedecken, umhũllen”     Material: O.Ind. skunüti, skunō ti, sküuti “bedeckt”; doubtful ku kūla “Hũlsen, armament, armor”, püṃ su kūla “Lumpenkleid …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»