-
1 κυσοχήνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυσοχήνη
-
2 κύσθος 1
κύσθος 1.Grammatical information: m.Meaning: `pudenda muliebra' (Eup., Ar.), κυσός ἡ πυγή. η γυναικεῖον αἰδοῖον H. with long υ Pfeiffer ad loc.Compounds: Compp. e.g. κυσθο-κορώνη = νύμφη, `clitoris' (Com. Adesp.); κυσο-λαμπίς. ἡ περιλαμπομένη ταῖς νυξὶ κανθαρίς H.; cf. Strömberg Wortstudien 13 f.; κυσο-βακκαρις ὁ τὸν κυσόν μυρίζων (Com. Adesp. 1062); κυσο-λάκων = παισεραστής (Com. Adesp. 1066); κυσο-νίπτης πόρνος (Η.); κυσο-χήνη (H.); κυσο-δακνιᾳ̃ ψωριᾳ̃ (from δάκνω with - ιάω from the verbs of disease); also κύσσαρος `ānus' (Hp., Gal., Erot.); on the formation Chantraine Formation 226; cf. also κύτταρος.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The proposed explanations are all hypothetic: from * kudh-to- or * kudh-dho- to κεύθω; from * kuz-dho- to Lat. custōs; κυσός from *κυθ-σο-, *κυθ-ι̯ο-, *κυτ-σο-, *κυτ-ι̯ο-? - Further suggestions in Bq, Pok. 952f., W.-Hofmann s. cunnus and custōs. - The variation κύσθο- κυσό- suggests a Pre-Greek word, which may be confirmed by κύττ\/ σσαρος if it belongs here.Page in Frisk: 2,56Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κύσθος 1
См. также в других словарях:
χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι … Dictionary of Greek
καταχήνη — καταχήνη, ἡ (Α) 1. περίγελος, εμπαιγμός κοροϊδία («ἆρ οὐ μεγάλη τοῡτ ἔστ ἀρχὴ καὶ τοῡ πλούτου καταχήνη;», Αριστοφ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταχῆναι τίτλος ενός δράματος επιγρ. 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυλαχτού κατά τής βασκανίας, με σχήμα … Dictionary of Greek