-
1 κυνέω
Grammatical information: v.Meaning: `prostrating kiss the bottom, revere prostrating', also `throw kiss-hands' (Marti Lang. 12, 272ff..),Other forms: Aor. κύσ(σ)αι (Hom.), fut. κυνήσομαι (E.), κύσσω (Babr.), mostly poet. (prose uses φιλέω); προσ-κυνέω, aor. προσ-κυνῆσαι (IA.), - κύσαι (S., Ar.), fut. - κυνήσω (Hippon., Pl.), - κεκύνηκα (LXX.)Derivatives: with προσκύνη-σις (Pl., Arist.), - μα (hell.) `prostratio, reverence', - τής `adorer' (orient. inscr., NT), - τήρ `footstool for prayer' ( Mon. Ant.); from the simplex only κυνη-τίνδα ( παίζειν Crates Com.).Etymology: To the aorist κύ(σ)-σαι the present κυ-νέ-(σ)-ω (for athem. *κυ-νέ-σ-μι?) seems to have been shaped with nasal infix (Schwyzer 692). Good agreement shows Hitt. kuu̯aš-zi, - anzi `kiss'; thus the Germ. word for `kiss', e.g. OHG kus, kussen, which as sound word escaped the Lautverschiebung. (Elementary cognate is Skt. cumbati. Mayrhofer KEWA s. v., Pok. 626, Feist Vgl. Wb. d. got. Spr. 315; s. also Schrader-Nehring Reallex. 1, 668ff.Page in Frisk: 2,49-50Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κυνέω
См. также в других словарях:
κυνώ — (I) κυνῶ, άω (Α) [κύων] κυνίζω*. (II) κυνῶ, έω (Α) 1. φιλώ, ασπάζομαι («κύσον με καὶ τὴν χεῑρα δὸς τὴν δεξιάν», Αριστοφ.) 2. (για περιστέρια) φιλώ με τη γλώσσα («κυνοῡσι γὰρ ἀλλήλας ὅταν μέλλη ἀναβαίνειν ὁ ἄρρην», Αριστοτ.) 3. προσκυνώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
λάσθη — λάσθη, ἡ (Α) χλευασμός, κοροϊδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *las «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τ. όπως λιλαίομαι, λάσται, λατ. lascinus «αστείος, παιχνιδιάρης», αρχ. ινδ. lasati «επιθυμεί». Ο τ.… … Dictionary of Greek
πέος — Γεννητικό ανδρικό όργανο. Είναι επίμηκες κυλινδρικό σώμα, από το οποίο περνά η ουρήθρα, που χρησιμεύει στην αποβολή των ούρων και την έκκριση του σπέρματος. Εξωτερικά αποτελείται από το δέρμα, τη λεγόμενη πόσθη, και εσωτερικά από τρία σηραγγώδη… … Dictionary of Greek
πόσθη — Το δέρμα που περιβάλλει το πέος. Πρόκειται για δέρμα λεπτό, λείο, ελαστικό και άτριχο, που αποτελείται από τον δαρτό και τον υποδόριο συνδετικό ιστό. Το τμήμα της π. που καλύπτει τη βάλανο λέγεται ακροποσθία ή ακροβυστία. Η π. αποτελεί συνέχεια… … Dictionary of Greek
σάθη — ἡ, Α το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. τού ρ. σαίνω «κουνώ την ουρά» (πρβλ. σά νν ιον «ανδρικό μόριο») με εκφραστικό επίθημα θη, το οποίο απαντά και σε άλλες συγγενείς σημασιολογικά λ. (πρβλ. πόσ θη, κύσ θο ς). Η σημ … Dictionary of Greek
φλυκτίς — και φλοκτίς, ίδος, ἡ, ΜΑ φλεγμονώδες πυώδες εξοίδημα τού δέρματος, φλύκταινα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *bhl u τού ρ. φλύω με λαρυγγική παρέκταση γ (βλ. και λ. φλύω) και επίθημα τι ς (πρβλ. κύσ τι ς), βλ. και λ. φλύκταινα] … Dictionary of Greek