-
1 στρεπτος
I3[adj. verb. к στρέφω См. στρεφω]1) плетеный, витой, крученыйσ. χιτών Hom. — кольчуга;
ὁ. σ. κύκλος Diod. — ожерелье2) переплетающийся, образующий сетку(κεκρύφαλοι, ῥυτίδες Anth.)
3) гибкий(λύγοι Eur.)
4) проворный, неугомонный(γλῶσσα Hom.)
5) изогнутый, кривой(ἄγκιστρα Anth.)
σ. σίδηρος Eur. — кирка6) сговорчивый, уступчивый(θεοί, φρένες Hom.)
IIὅ1) (тж. σ. περιαυχένιος Her.) ожерелье (из переплетенных колец или крученой проволоки), шейная цепочка Her., Xen.2) (sc. ἄρτος) крендель Dem. -
2 στρεπτός
η, όν см. στριμμένος 1 -
3 στρεπτα
-
4 αλιστρεπτος
-
5 αστρεπτος
21) не озирающийся, без оглядки(ἂψ νέεσθαι ἄ. Theocr.)
2) непреклонный(θηλυτέρα Anth.)
; непоколебимый, незыблемый(δόγματα Anth.)
-
6 επιστρεπτος
2обращающий на себя (чьи-л.) взоры, т.е. чарующий, прекрасный, счастливый(αἰών, ὥρα ἐ. βροτοῖς Aesch.)
-
7 ευστρεπτος
-
8 λιστος
-
9 περιαυχενιος
-
10 χιτων
ион. κῐθών, дор. κῐτών - ῶνος ὅ1) хитон (нательная одежда, преимущ. из льняной ткани, поверх которой обычно надевалась φᾶρος, χλαῖνα или ἱμάτιον) Hom. etc.λάϊνον ἕσσαι χιτῶνα Hom. — облечься в каменную одежду, т.е. быть побитым камнями
3) броня(χ. χάλκεος Hom.)
χ. στρεπτός Hom. — кольчуга5) кожа, оболочка (sc. ἐχίδνης Eur.; τῆς καρδίας Arst.)6) сеть(χιτῶνες τριγλοφόροι Anth.)
7) ограда(τειχέων κιθῶνες Her.)
8) полотнищеχ. κόκνινος или φοινικοῦς Plut. (лат. vexillum) — ярко-красный флаг (вывешивался над палаткой римск. полководца, как сигнал к выступлению или к бою)
См. также в других словарях:
στρεπτός — easily twisted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτός — ή, ό / στρεπτός, ή, όν, ΝΜΑ [στρέφω] 1. συνεστραμμένος, στριμμένος (α. «στρεπτό καλώδιο» β. «στρεπταῑς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρεπτός περιδέραιο από συνεστραμμένο μέταλλο ή από αλυσίδα νεοελλ. αυτός που μπορεί… … Dictionary of Greek
στρεπταῖς — στρεπτός easily twisted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπταί — στρεπτός easily twisted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτοί — στρεπτός easily twisted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτούς — στρεπτός easily twisted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτᾶς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῆς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῇ — στρεπτός easily twisted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῇσι — στρεπτός easily twisted fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῇσιν — στρεπτός easily twisted fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)