-
1 συνεδρος
I21) сидящий вместе(δύ΄ Αἴαντε συνέδρω Eur.; Δίκη ξ. Ζηνός Soph.)
Περσέων οἱ συνέδρων ἐόντων Her. — находясь в обществе нескольких персов2) вместе заседающий(τυραννικὸς κύκλος Soph.)
3) живущий вместе, сожительствующий (sc. ζῷα Arst.)IIὅ и ἥ1) участник совещания, член совета Her., Thuc.2) делегат, депутат, посол Isocr., Dem., Polyb.
См. также в других словарях:
συγκάθεδρος — ό, ΜΑ αυτός που παρακάθεται στην ίδια έδρα, πάρεδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατά + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πάρ εδρος, σύν εδρος] … Dictionary of Greek
κάθεδρος — κάθεδρος, ον (Μ) ιθαγενής, αυτόχθονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. έφ εδρος, σύν εδρος] … Dictionary of Greek
σύνεδρος — ο, η / σύνεδρος, ον, ΝΑ ως ουσ. μέλος συνεδρίου νεοελλ. 1. τακτικός δικαστής 2. στον πληθ. οι σύνεδροι ονομασία τών δικαστών τού Συμβουλίου Επικρατείας αρχ. 1. ως επίθ. α) (για πρόσ.) αυτός που μετέχει σε συμβούλιο («Περσέων oἱ συνέδρων ἐόντων… … Dictionary of Greek