-
1 κόλλημα
-
2 κόλλημα
κόλλημαthat which is glued: neut nom /voc /acc sg -
3 κόλλημα
κόλλημα, τό, das Zusammengeleimte, -gefugte -
4 κόλλημα
τό1) склеивание; наклеивание, приклеивание; 2) паяние, припаивание; сварка (металла); 3) то, что сваривают, спаивают; 4) место склейки, сварки, спайки; 5) перен. приставание, надоедание -
5 κόλλημα
[колима] ουσ ο приклеивание. -
6 κόλλημα
A that which is glued or fastened together, Hp.Art.33, IG11(2).287B152 (Delos, iii B.C.);βυβλιδίου κ. Antiph.162
; esp. of the sheets of papyrus gummed together to form a roll, PMag.Par.1.2068, 2513, BGU16.9 (ii A.D.), etc.II hymenic obstruction, Aët.16.108 (98).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόλλημα
-
7 κόλλημα
solderingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κόλλημα
-
8 παρα-κόλλημα
παρα-κόλλημα, τό, das darauf Angeleimte, Theophr. u. Sp., Alles, was an der Seite angeleimt oder befestigt wird.
-
9 δια-κόλλημα
δια-κόλλημα, τό, Leim, VLL.
-
10 ἀνα-κόλλημα
ἀνα-κόλλημα, τό, das Angeleimte, Diosc.
-
11 ἐπι-κόλλημα
ἐπι-κόλλημα, τό, das Darauf-, Angeleimte, Theophr.
-
12 κολλημάτων
κόλλημαthat which is glued: neut gen pl -
13 κολλήμασιν
κόλλημαthat which is glued: neut dat pl -
14 κόλληση
[-ις (-εως)] η1) см. κόλλημα 1, 2, 3, 4; 2) см. κολλητή ρι[ον] 1, 2 -
15 πρωτόκολλον
πρωτό-κολλον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτόκολλον
-
16 τριχοκόλλημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριχοκόλλημα
-
17 ἱερατικός
A priestly, sacerdotal, ;ὑπομνήματα Plu.Marc.5
; στέφανος, ἁγιστεῖαι, Id.2.34e, 729a;ὀνόματα Luc.Philops.12
;λόγος Ptol.Tetr. 87
(- ατητικός codd.); ; ἡ ἱ. (sc. τέχνη), = ἱερατεία, Pl.Plt. 290d; οἱ ἱ. the priestly caste, Hld.7.11, cf. Dam.Pr. 399. Adv. - κῶς in a sacerdotal sense, ib. 256; ἱ. ζῆν as a priest should, Jul. l.c.;σεμνῶς καὶ ἱ. κρίνειν δίκας Just.Nov.79.1
.2 ἱ. βύβλος, χάρτης, name of a kind of papyrus, Str.17.1.15, PMag.Par.1.2105; κόλλημα, πιττάκιον, made of this material, ib.2068,3142.III [suff] ἱερᾱτ-ικόν, τό, name of a plaster, Gal.13.183.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερατικός
-
18 ἀνακόλλημα
-
19 διακόλλημα
δια-κόλλημα, τό, Leim -
20 ἐπικόλλημα
ἐπι-κόλλημα, τό, das Darauf-, Angeleimte
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κόλλημα — that which is glued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλημα — το (AM κόλλημα) [κολλώ] καθετί που έχει ενωθεί με κόλλα, οτιδήποτε έχει συγκολληθεί νεοελλ. 1. κόλληση, συγκόλληση 2. αυτό που επικολλήθηκε, επικόλλημα, μπάλωμα 3. επίμονο και ενοχλητικό φλερτάρισμα 4. βοτ. γένος λειχήνων τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
κόλλημα — το, ατος 1. κόλληση. 2. μπάλωμα, επικόλλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλημάτων — κόλλημα that which is glued neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλήμασιν — κόλλημα that which is glued neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Коллема — (Collema Fr.) родовое название студенистых лишайников из семейства коллемовых (см.), названных так (от греческого слова κόλλημα слизь) потому, что в сырую погоду они представляют слизистую, студенистую массу, листик или кустик. В сухую же погоду… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
ανακόλληση — η (Α ἀνακόλλησις) [ἀνακολλῶ] το να ανακολλά κανείς, κόλλημα, ξανακόλλημα … Dictionary of Greek
ανασυγκόλληση — η νέα συγκόλληση, νέο κόλλημα, αποκατάσταση της ενότητας … Dictionary of Greek
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek
διακόλληση — η (Α διακόλλησις) [διακολλώ] συγκόλληση, κόλλημα … Dictionary of Greek