-
1 adhésif
κόλλα -
2 colle
κόλλα -
3 adhezní
κόλλα -
4 lepidlo
κόλλα -
5 maz
κόλλα -
6 přilnavý
κόλλα -
7 paste
κόλλα -
8 klajster
κόλλα -
9 klej
κόλλα -
10 klejowy
κόλλα -
11 lep
κόλλα -
12 przylepny
κόλλα -
13 yapıştırıcı
κόλλα, κολλητικός, συγκολλητικός -
14 клей
клея (клею), προθ. о клее, на клею; α.κόλλα•растительный клей κόλλα φυτική,γόμμα•
рыбий клей ή столярный клей ψαρόκολλα, ιχθυόκολλα•
птичий клей ιξός•
резиновый клей κόλλα ελαστικού.
-
15 лист
1. (материала) το έλασμα, το φύλλο (του υλικού)- αμιάντουкрайний междудонный - мор. ακραίο - διπυθμένουоцинкованный - γαλβάνιζε (ξεν.)соединительный - стр. συνδετικό -сплошной - стр. συνεχές -2. (единица измерения печатной продукции) το φύλλ/ο, το χαρτί, η κόλλαбумажный - χαρτιού, η κόλλαволнистый - см. гофрированный3. (у растений) το φύλλοалександрийский - бот. см сенна виноградный - το αμπελόφυλλοчайный - του τσαγιού/τειου 4 (исполнительный) юр. το ένταλμα (εκτέλεσης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лист
-
16 клей
-
17 крахмал
-
18 лист
-
19 проклеивать
проклеиватьнесов, проклеить сов ποτίζω μέ κόλλα, ἀλείβω μέ κόλλα. -
20 проклейка
-и θ.1. άλειμμα με κόλλα.2. η κόλλα.3. αντικείμενο αλειμμένο.
См. также в других словарях:
κόλλα — κόλλᾱ , κόλλα glue fem nom/voc/acc dual κόλλα glue fem nom/voc sg κόλλᾱ , κολλάω glue pres imperat act 2nd sg κόλλᾱ , κολλάω glue imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek
κόλλα — η 1. κάθε γλοιώδης ουσία που έχει τη δυνατότητα να συνδέει δύο εφαπτόμενες επιφάνειες, όταν βρεθεί μεταξύ τους. 2. ύλη που χρησιμοποιείται για το κολλάρισμα στα πουκάμισα. 3. ολόκληρο φύλλο χαρτιού: Να αγοράσεις μια κόλλα για να γράψεις την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλᾶ — κολλάω glue pres subj act 1st sg (doric aeolic) κολλάω glue pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλᾷ — κολλάω glue pres subj mp 2nd sg κολλάω glue pres ind mp 2nd sg (epic) κολλάω glue pres subj act 3rd sg κολλάω glue pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρπα-κόλλα — ή στο άρπα κόλλα στα γρήγορα, πολύ βιαστικά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό της προστακτικής των ρ. αρπώ και κολλώ, με επιρρηματική σημασία (πρβλ. «άψε σβήσε»)] … Dictionary of Greek
κόλλας — κόλλᾱς , κόλλα glue fem acc pl κόλλᾱς , κόλλα glue fem gen sg (doric aeolic) κόλλᾱς , κολλάω glue imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλαι — κόλλα glue fem nom/voc pl κόλλᾱͅ , κόλλα glue fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλαν — κόλλα glue fem acc sg κόλλᾱν , κολλάω glue imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κόλλᾱν , κολλάω glue imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλᾶν — κόλλα glue fem gen pl (doric aeolic) κολλάω glue pres part act masc voc sg (doric aeolic) κολλάω glue pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κολλάω glue pres part act masc nom sg (doric aeolic) κολλᾶ̱ν , κολλάω glue pres inf act (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλάσθω — κολλά̱σθω , κολλάω glue pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)