-
21 ванна
1. (сосуд, аппарат) η δεξαμενήη λεκάνη(для купанья) η μπανιέραбланшировочная пищ. - κατεργασίας λαχανικών με ζεστό νερό/ατμόзакрепляющая кфт. - στερέωσηςкрасильная - βαφής/χρωματισμούполоскательная текст. - ξεπλύματος2. (процесс мытья или купанья) το μπάνιοτο λούσιμο3. (лечение) τα λουτράη λουτροθεραπείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ванна
-
22 гуммигут
η κομμορητίνη, η ρετσινό-κολλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гуммигут
-
23 заклеивать
(συγ)κολλώ (με κόλλα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заклеивать
-
24 клей
η κόλλαставить на - ю εφαρμόζω/αρμόζω με -быстроотверждающийся - γρήγορης πήξης/τήξηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > клей
-
25 краска
το χρώμα, η βαφήакварельная - η υδατοβαφή, τα υδατοχρώματαη ακουαρέλα (ξεν.)антикоррозийная - αντισκωρια-κό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -дорожная маркировочная - για σηματοδότηση των δρόμων/οδώνмалярная - για άσπρι-σμα/ασβέστωσηмасляная - το ελαιόχρωμα, το λαδόχρωμαматовая - ματ (ξεν.)необрастающая мор. - αντι(ρ)ρυπαντικό -противокоррозийная - αντισκωριακό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -судовая - πλοίων, ναυπηγικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > краска
-
26 крахмаление
το αμύλωμα, το κολλά-ρισμα-ить αμυλώνω, κολλαρίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крахмаление
-
27 шлихта
η υφαντουργική κόλλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шлихта
-
28 забирать
забира||тьнесов1. (брать) παίρνω:\забирать у кого́-л. τοῦ παίρνω· \забирать с собой παίρνω μαζί μου·2. (овладевать) πιάνω, καταλαμβάνω:меня \забиратьет страх μέ πιάνει φόβος·3. (при шитье) μαζεύω· ◊ \забирать в голову μοῦ κολλᾶ στό μυαλό ἡ Ιδέα. -
29 клеевой
клеев||ойприл κολλώδης, κολλοειδής:\клеевойа́я краска ἡ νερομπογιά μέ κόλλα. -
30 клей
клейм ἡ κόλλα:птичий \клей ὁ ἰξός· рыбий \клей ἡ ἰχθυόκολλα· столярный \клей ἡ ψαρόκολλα, ἡ ξυλοκολλα· резиновый \клей ἡ ἐλαστιχόκολλα. -
31 клейстер
клейстерм ἡ ἀλευρόκολλα, ἡ ἀμυλό-κολλα. -
32 краска
кра́ск||аж1. (красящее вещество) ἡ βαφή, ἡ μπογιά:акварельная \краска ἡ νερομπογιά· масляная \краска ἡ λαδομπογιά· клеевая \краска μπογιά μέ κόλλα·2. \краскаи мн. (тон, колорит) τά χρώματα·3. \краскаи мн. перен (выразительные средства) τά χρώματα, ὁ χρωματισμός·4. (румянец):\краска стыда τό χρώμα τής ντροπής· вогнать кого́-л. в \краскау κάνω κάποιον νά κοκκινίσει·5. (действие) τό βάψιμο:отдать в \краскау δίνω γιά βάψιμο· ◊ сгущать \краскаи ὁξύνω τά χρώματα -
33 крахмальный
крахмал||ьныйприл1. ἀμυλώδης·2. (накрахмаленный) κολλα-ριστός, κολλαρισμένος:\крахмальныйьный воротничок ὁ κολλαριστός γιακάς. -
34 переломать
переломатьсов1. τσακίζω (κολλά ἀντικείμενα), σπάνω, θραύω:\переломать себе ребра σπάζω τά πλευρά μου· 2, перен (кого-л.) δαμάζω, βάζω κάτω, ἀλλάζω. -
35 тягучий
тягу́ч||ийприл1. (густой, вязкий) κολλώδης, Ιξώδης:\тягучийий клей ἡ πηχτή κόλλα·2. (о металле) ἐλατός, ἐλασιμος·3. перен μακρόσυρτος/ μονότονος (скучный, однообразный):\тягучийим голосом μέ συρτή φωνή. -
36 adhesion
-
37 cement
[sə'ment] 1. noun1) (a mixture of clay and lime (usually with sand and water added) used for sticking things (eg bricks) together in building and to make concrete for making very hard surfaces.) τσιμέντο2) (any of several types of glue.) κόλλα3) (a substance used to fill cavities in teeth.) οδοντοκονία2. verb(to join firmly with cement.) τσιμεντάρω -
38 glue
-
39 gum
I noun((usually in plural) the firm flesh in which the teeth grow.) ούλο- gumboilII 1. noun1) (a sticky juice got from some trees and plants.) κόμμι, γόμμα2) (a glue: We can stick these pictures into the book with gum.) κόλλα3) (a type of sweet: a fruit gum.) καραμέλα4) (chewing-gum: He chews gum when he is working.) μαστίχα, τσίχλα2. verb(to glue with gum: I'll gum this bit on to the other one.) κολλώ- gummy- gumminess -
40 paste
[peist]1) (a soft, damp mixture, especially one made up of glue and water and used for sticking pieces of paper etc together.) πολτός/αλοιφή,κόλλα2) (a mixture of flour, fat etc used for making pies, pastry etc.) ζύμη3) (a mixture made from some types of food: almond paste.) αλοιφή,πολτός
См. также в других словарях:
κόλλα — κόλλᾱ , κόλλα glue fem nom/voc/acc dual κόλλα glue fem nom/voc sg κόλλᾱ , κολλάω glue pres imperat act 2nd sg κόλλᾱ , κολλάω glue imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek
κόλλα — η 1. κάθε γλοιώδης ουσία που έχει τη δυνατότητα να συνδέει δύο εφαπτόμενες επιφάνειες, όταν βρεθεί μεταξύ τους. 2. ύλη που χρησιμοποιείται για το κολλάρισμα στα πουκάμισα. 3. ολόκληρο φύλλο χαρτιού: Να αγοράσεις μια κόλλα για να γράψεις την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλᾶ — κολλάω glue pres subj act 1st sg (doric aeolic) κολλάω glue pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλᾷ — κολλάω glue pres subj mp 2nd sg κολλάω glue pres ind mp 2nd sg (epic) κολλάω glue pres subj act 3rd sg κολλάω glue pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρπα-κόλλα — ή στο άρπα κόλλα στα γρήγορα, πολύ βιαστικά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό της προστακτικής των ρ. αρπώ και κολλώ, με επιρρηματική σημασία (πρβλ. «άψε σβήσε»)] … Dictionary of Greek
κόλλας — κόλλᾱς , κόλλα glue fem acc pl κόλλᾱς , κόλλα glue fem gen sg (doric aeolic) κόλλᾱς , κολλάω glue imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλαι — κόλλα glue fem nom/voc pl κόλλᾱͅ , κόλλα glue fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλαν — κόλλα glue fem acc sg κόλλᾱν , κολλάω glue imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κόλλᾱν , κολλάω glue imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλᾶν — κόλλα glue fem gen pl (doric aeolic) κολλάω glue pres part act masc voc sg (doric aeolic) κολλάω glue pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κολλάω glue pres part act masc nom sg (doric aeolic) κολλᾶ̱ν , κολλάω glue pres inf act (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλάσθω — κολλά̱σθω , κολλάω glue pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)