Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κόλλα

  • 41 slapdash

    adjective (careless and hurried: He does everything in such a slapdash manner.) πρόχειρος, άρπα-κόλλα

    English-Greek dictionary > slapdash

  • 42 starch

    1. noun
    1) (a white food substance found especially in flour, potatoes etc: Bread contains starch.) άμυλο
    2) (a powder prepared from this, used for stiffening clothes.) κόλλα κολαρίσματος
    2. verb
    (to stiffen (clothes) with starch.) κολλαρίζω
    - starchiness

    English-Greek dictionary > starch

  • 43 stiffening

    noun (material used to stiffen something: The collar has some stiffening in it.) κόλλα

    English-Greek dictionary > stiffening

  • 44 клей

    [κλιέϊ] ουσ. α. κόλλα

    Русско-греческий новый словарь > клей

  • 45 клей

    [κλιέϊ] ουσ α κόλλα

    Русско-эллинский словарь > клей

  • 46 вязнуть

    παρλθ. χρ. вяз, -ла, -ло ρ.δ.
    1. βυθίζομαι, βουλιάζω, βαλτώνω•

    колеса -ут в грязи οι τροχοί βουλιάζουν στη λάσπη•

    ноги -ут в песке τα πόδια βουλιάζουν στον άμμο.

    || φονεύω με δέσιμο.
    2. κολλώ•

    мясо -ет в зубах το κρέας κολλά στα δόντια.

    Большой русско-греческий словарь > вязнуть

  • 47 гвоздь

    -я, πλθ. гвозди, -ей α. καρφί, καρφοβελόνα, ποντίλλα•

    деревянный гвоздь ξυλοκάρφι•

    прибить -ями καρφώνω.

    || μτφ. ο πιο βασικός, ο κυριότερος, το κλειδί.
    εκφρ.
    -ем засесть ή оид9тьκ.τ.τ. μου τυπώνεται, μου κολλά (για ιδέα, σκέψη κλπ.)• никаких -ей (απλ.) τίποτε άλλο, τίποτε παραπάνω.

    Большой русско-греческий словарь > гвоздь

  • 48 гусь

    -я, γεν. πλθ. -ей α. χήνα. || μωρός, ανόητος,ευήθης• κορόιδο, ψώνι•

    что за -! τι κορόιδο!•

    хороший -! καλό ψώνι!

    εκφρ.
    - ей дразнить – μάταια προσπαθεί να ερεθίσει•
    как с -к вода (ко1цу) – δέν τόν κολλά (ή δέν επιδρά) τίποτε (σ’ αυτόν).

    Большой русско-греческий словарь > гусь

  • 49 декатировать

    -рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ. αποστιλβώνω, αφαιρώ την κόλλα μάλλινου υφάσματος.
    αποστιλβώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > декатировать

  • 50 забить

    -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, καρφώνω•

    забить сваю μπήγω πάσσαλο•

    забить гвозды χτυπώ καρφιά•

    забить клин βάζω σφήνα.

    (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•

    гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•

    забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).

    2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•

    забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•

    забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•

    забить проход εμφράζω τη δίοδο.

    || μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•

    забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.

    3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.
    4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.
    5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.

    || ξεπερνώ, υπερτερώ•

    этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.

    6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).
    7. αρχίζω να χτυπώ•

    -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•

    забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.

    || αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.
    εκφρ.
    забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•
    ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•
    забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.
    1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•

    забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.

    2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)
    3. μπουκώνω, βουλώνω•

    труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.

    || αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•

    забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    || χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•

    сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.

    Большой русско-греческий словарь > забить

  • 51 забрать

    -беру, -берешь, παρλθ. χρ. забрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, πιάνω, λαβαίνω με τα χέρια. || παλ. παίρνω δανεικά, δανείζομαι (κυρίως για χρήματα).
    2. παίρνω•

    взять с собой παίρνω μαζί μου.

    3. αφαιρώ, αρπάζω•

    за долг -ал его поле για το χρέος του πήρε το χωράφι-του.

    || συλλαμβάνω•

    его -ал патруль τονι πήρε (έπιασε) η περίπολος.

    4. μτφ. κυριεύω, κατέχω, καταλαβαίνω•

    его -ла охота τον κυρίευσε η επιθυμία•

    его -ал страх τον κυρίευσε ο φόβος•

    ее -ла мысль την κυρίευσε η σκέψη.

    5. (ραπτ.) μαζεύω, κοντεύω, παίρνω•

    забрать шов μαζεύω λίγο τη ραφή•

    забрать рукар κοντεύω λίγο το μανίκι.

    6. αποκλίνω, κόβω•

    -вправо κόβω δεξιά.

    7. αγκιστρώνομαι, σκαλώνω•

    якорь -ал η άγκυρα έπιασε.

    εκφρ.
    забрать силу – παίρνω (αντλώ) δύναμη• αποκτώ επίδραση• забрать(себе) в голову μου κολλά (τυπώνεται) στο μυαλό η ιδέα.
    (γραμμ. στοιχ. βλ. забрать1) ρ.σ.μ. κλείνω, φράζω.

    Большой русско-греческий словарь > забрать

  • 52 казеиновый

    επ.
    της καζεΐνης•

    казеиновый завод εργοστάσιο καζεΐνης.

    || καζεϊνούχος•

    казеиновый клей η κόλλα καζείνης•

    -ые краски χρώματα καζεΐνης.

    Большой русско-греческий словарь > казеиновый

  • 53 клеевой

    επ.
    της κόλλας• με κόλλα, κολλώδης•

    -ая краска κολλώδες χρώμα•

    клеевой запах η μυρουδιά της κόλλας.

    Большой русско-греческий словарь > клеевой

  • 54 клеёный

    επ.
    κολλητικός, με κόλλα•

    -ая бумага κολλητικό χαρτί.

    || κολλημένος.

    Большой русско-греческий словарь > клеёный

  • 55 лист

    -а, πλθ. листья
    -ьев κ. листы
    -ов α.
    1. φύλλο φυτού•

    шорох -ьев θρόισμα των φύλλων•

    пускать -ья φυλλοφυώ, βγάζω φύλλα.

    || αθρσ. φύλωμα, φυλωσιά.
    2. φύλλο (κόλλα) χαρτιού• φύλλο μετάλλου•

    заглавный лист προμετωπίδα (βιβλίου)•

    печатный лист τυπογραφικό φύλλο•

    картонный лист φύλλο χαρτονιού•

    фанерный лист φύλλο κοντραπλακέ•

    лист железа σιδηρό-φυλλο•

    лист алюминия αλουμινόφυλλο•

    опросный -ερωτηματολόγιο•

    больничный лист πιστοποιητικό νοσηλείας•

    похвальный лист γραπτός έπαινος.

    εκφρ.
    с -а – απ ευθείας, απροετοίμαστα (για τραγούδι, παίξιμο, διάβασμα κ.τ.τ.)

    Большой русско-греческий словарь > лист

  • 56 насохнуть

    -нет, παρλθ. χρ. насох, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. насохший
    ρ.σ. ξεραίνομαι στεγνώνω•

    в лесу -ло много деревьев στο δάσος ξεράθηκαν πολλά δέντρα•

    на бумаге -ох клей στο χαρτί στέγνωσε η κόλλα.

    Большой русско-греческий словарь > насохнуть

  • 57 отложить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βάζω κατά μέρος• αποθέτω. || αφήνω, διατηρώκάτι για κάποιον•

    отложить на чрный день βάζω στην άκρη για ώρα ανάγκης.

    || τέμνω, χωρίζω.
    2. αναβάλλω•

    отложить на завтра αναβάλλω για αύριο•

    отложить свадьбу αναβάλλω το γάμο.

    3. παλ. αναδιπλώνω•

    отложить воротника κατεβάζω το γιακά.

    4. ξεζεύω.
    5. (διαλκ.) ανοίγω, σύρω, τραβώ (τοσύρτη, μάνταλο κ.τ.τ.).
    6. γεννώ, αποθέτω•

    отложить яйца αποθέτω αυγά για κλώσσισμα•

    отложить икру αποθέτω το γόνο, γονοβολώ, ωοτοκώ.

    7. (γεωλ.) σχηματίζω στρώματα.
    εκφρ.
    отложить попечение – δε φροντίζω πια, παύω να φροντίζω.
    1. (γεωλ.) κατακάθομαι, σχηματίζω στρώμα.
    2. μτφ. εντυπώνομαι, μου κολλά, μου μπαίνει•

    отложить в памяти εντυπώνομαι στη μνήμη.

    3. παλ. αποσπώμαι, ξεχωρίζω, γίνομαι ανεξάρτητος. || απομακρύνομαι, αποφεύγω απομονώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отложить

  • 58 проклеивать

    ρ.δ.
    βλ. проклеить.
    αλείφομαι με κόλλα.

    Большой русско-греческий словарь > проклеивать

  • 59 проклеить

    ρ.σ.
    1. κολλώ, αλείφω με κόλλα.
    2. κολλώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    весь день я -ил конверты όλη τη μέρα κόλλησα φάκελα.

    Большой русско-греческий словарь > проклеить

  • 60 растительный

    επ.
    1. φυτικός•

    растительный мир το φυτικό βασίλειο, ο φυτικός κόσμος•

    -ая пища φυτική τροφή•

    -ое масло φυτικό λίπος, λάδι•

    растительный клей φυτική κόλλα•

    -ые паразиты φυτοπαράσιτα•

    -ая тля φυτόψειρα.

    2. αναπτυξιακός, της ανάπτυξης• ανοδικός.
    εκφρ.
    - ая жизнь – φυτοζωία (υποτυπώδης ζωή, χωρίς ενδιαφέροντα)•
    растительный орнамент – διακόσμηση απεικονίζούσα φυτά..

    Большой русско-греческий словарь > растительный

См. также в других словарях:

  • κόλλα — κόλλᾱ , κόλλα glue fem nom/voc/acc dual κόλλα glue fem nom/voc sg κόλλᾱ , κολλάω glue pres imperat act 2nd sg κόλλᾱ , κολλάω glue imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • κόλλα — η 1. κάθε γλοιώδης ουσία που έχει τη δυνατότητα να συνδέει δύο εφαπτόμενες επιφάνειες, όταν βρεθεί μεταξύ τους. 2. ύλη που χρησιμοποιείται για το κολλάρισμα στα πουκάμισα. 3. ολόκληρο φύλλο χαρτιού: Να αγοράσεις μια κόλλα για να γράψεις την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολλᾶ — κολλάω glue pres subj act 1st sg (doric aeolic) κολλάω glue pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλᾷ — κολλάω glue pres subj mp 2nd sg κολλάω glue pres ind mp 2nd sg (epic) κολλάω glue pres subj act 3rd sg κολλάω glue pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρπα-κόλλα — ή στο άρπα κόλλα στα γρήγορα, πολύ βιαστικά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό της προστακτικής των ρ. αρπώ και κολλώ, με επιρρηματική σημασία (πρβλ. «άψε σβήσε»)] …   Dictionary of Greek

  • κόλλας — κόλλᾱς , κόλλα glue fem acc pl κόλλᾱς , κόλλα glue fem gen sg (doric aeolic) κόλλᾱς , κολλάω glue imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλαι — κόλλα glue fem nom/voc pl κόλλᾱͅ , κόλλα glue fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλαν — κόλλα glue fem acc sg κόλλᾱν , κολλάω glue imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κόλλᾱν , κολλάω glue imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλᾶν — κόλλα glue fem gen pl (doric aeolic) κολλάω glue pres part act masc voc sg (doric aeolic) κολλάω glue pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κολλάω glue pres part act masc nom sg (doric aeolic) κολλᾶ̱ν , κολλάω glue pres inf act (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλάσθω — κολλά̱σθω , κολλάω glue pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»