-
1 κήτημα
κήτημα, τό, eingesalzenes Fleisch großer Meerfische, bes. der Thunfische, = ὠμοτάριχον, Diphil. bei Ath. III, 121 b.
-
2 κήτημα
κήτημα, τό, eingesalzenes Fleisch großer Meerfische, bes. der Thunfische -
3 κήτημα
-
4 κῆτος
κῆτος, - εοςGrammatical information: n.Meaning: `big sea-animal, sea-monster' (Il.), `whale' (Arist.); also name of a constellation (Arat.; Scherer Gestirnnamen 187).Compounds: Compp., e. g. κητό-δορπος ( συμφορά) `giving the κητεα their evening-meal' (Lyc.); μεγα-κήτης `with big κήτεα' (Hom.), adjunct of πόντος, also of δελφίς = `(being) a big κῆτος', from there of ναῦς (cf. Sommer Nominalkomp. 184f.), βαθυ-κήτης ( πόντος) `having κήτεα in the deep' (Thgn. 175), πολυ-κήτης `with many κήτεα' (Theoc. 17, 98).Derivatives: κήτειος `belonging to the κῆτος' (Mosch., Nonn.), κητώδης `belonging to the whale (species)' (Arist.); κητεία f. `catching of κήτεα (tunnies)' (Str., Ath., Ael.; after ἁλιεία); κήτημα `salted tunnies' (Diph. Siph. ap. Ath. 3, 121b; uncertain), κητήνη πλοῖον μέγα ὡς κῆτος H. (after ἀπήνη?; cf. also Chantraine Étrennes Benveniste 9); κητόομαι `become a κῆτος' (Ael.). See κητώεσσαν.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained. Wrong IE. etymologies noted in Bq and WP. 1, 384 (s. also Bechtel Lex. s. v.). Prob. a Pre-Greek word.Page in Frisk: 1,845-846Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κῆτος
См. также в других словарях:
κήτημα — κήτημα, ήματος, τὸ (Α) παστωμένος τόν(ν)ος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος, πρόκειται όμως για αμφίβολης γνωσιότητας λήμμα. Αν όντως είναι ορθό, πρόκειται για σπάνια περίπτωση μετονοματικού παρ. σε η μα που εμφανίζεται κανονικώς σε μεταρρηματικά παρ. (πρβλ … Dictionary of Greek
κήτος — Βλ. λ. κητώδη. * * * το (ΑΜ κῆτος) 1. γενική ονομασία θαλάσσιων ψαριών μεγάλου μεγέθους ή μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών τής τάξης τών κητωδών, θαλάσσιο θηρίο («δελφῑνάς τε κύνας τε, καὶ εἲ πόθι μεῑζον ἕλῃσι κῆτος», Ομ. Οδ.) 2. (ως κύριο όν. Κήτος… … Dictionary of Greek