Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κέρνος

См. также в других словарях:

  • κέρνος — earthen dish with small pots affixed for miscellaneous offerings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρνος — Τελετουργικό αγγείο της αρχαιότητας. Είναι γνωστό από τους προϊστορικούς χρόνους, όμως απέκτησε τυποποιημένη μορφή σε μεταγενέστερες εποχές. Στο πάνω μέρος του υπήρχαν μία ή δύο σειρές μικρών αγγείων που ονομάζονταν κοτυλίσκοι. Το αγγείο αυτό… …   Dictionary of Greek

  • κερνᾶ — κέρνος earthen dish with small pots affixed for miscellaneous offerings masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερνᾶς — κέρνος earthen dish with small pots affixed for miscellaneous offerings masc acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρνους — κέρνος earthen dish with small pots affixed for miscellaneous offerings neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Kernos — Pour les articles homonymes, voir Kernos (revue). Kernos en terre cuite, de la période du Cycladique Ancien III Cycladique Moyen II (v. 2000 av. J. C.), découvert dans une tombe à Mélo …   Wikipédia en Français

  • Kernos — de terracota, del periodo Cicládico Antiguo III Cicládico Medio II (h. 2000 a. C.), descubierto en una tumba de Milo y conservado en el Museo del Louvre (Sèvres 3552). En la cerámica griega, un kernos (en griego antiguo κέρνος o κέρχνος …   Wikipedia Español

  • κέρνας — κέρνας, ὁ (Α) ιερέας που έφερε το κέρνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος (αγγείο τελετουργιών). Για τον τ. κέρνας έχει προταθεί η διόρθ. κερν[aς] …   Dictionary of Greek

  • κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… …   Dictionary of Greek

  • κερνοφορώ — κερνοφορῶ, έω (Α) [κερνοφόρος] κρατώ το κέρνος*, μεταφέρω το κέρνος …   Dictionary of Greek

  • κερνοφόρος — κερνοφόρος, ὁ, ἡ (Α) 1. ιερέας ή ιέρεια που μετέφερε το κέρνος* 2. (κατά τον Πολύδ.) «κερνοφόρος ὄρχημα, ὄρχησις» κατά τις τελετές τών Κορυβάντων («μανιώδεις δ εἰσὶν ὀρχήσεις, κερνοφόρος καὶ μόγγας», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος «τελετουργικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»