-
141 ἐπί-τονος
ἐπί-τονος, angespannt, angestrengt, φϑέγμα Philostr. – Subst. ὁ ἐπίτονος, 1) sc. ἱμάς, das Tau, mit welchem die Segelstange oder Raa an den Mast gebunden wird, Od. 12, 423, Schol. ὁ τῶν κεράτων δεσμὸς ὁ ἀνέλκων τὸ κέρας πρὸς τὸ ὕψος τοῦ ἱστοῠ. Auch Bettgurte, ἐπιτόνου, v. l. ἐπὶ τόνου, Ar. Lys. 922. – 2) die Flechse, τοὺς ἐπιτόνους καὶ τὰ ξυνεχῆ νεῦρα Plat. Tim. 84 e; Legg. XII, 945 c; vgl. Arist. H. A. 3, 5.
См. также в других словарях:
κεράς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Aër. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κεράς — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
Κέρας Ἀμαλϑείας. — См. Рог изобилия … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κερίζω — [κέρας] (στην Κύπρο) 1. δένω τα βόδια από τα κέρατα κάτω από τον ζυγό 2. μτφ. συντροφεύω … Dictionary of Greek
κερά — κεράς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράδες — κεράς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράεσι — κέρας Aër. neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράεσσι — κέρας Aër. neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράεσσιν — κέρας Aër. neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)