-
21 κέρας
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κέρας
-
22 κέρας
-
23 κερας-φόρος
κερας-φόρος, Hörner tragend; Ἰώ Eur. Phoen. 255; Plat. Polit. 265 c; Pan, Luc. D. D. 22, 2; Dionysus, Eur. Bacch. 2; von einer Schlange, Nonn. D. 11, 94; ὀχήματα Plut. vit. aer. al. 3; – ἀνήρ, Hahnrei, Eust.
-
24 κερας-φορέω
κερας-φορέω, Hörner tragen, Philostr. v. Apoll. 2, 13 u. a. Sp.
-
25 κερας-βόλος
κερας-βόλος, auf das Horn werfend, σπέρμα, ὄσπρια, Theophr., von Hülsenfrüchten, die beim Kochen nicht weich werden, wie man meinte, weil sie beim Säen den Ochsen auf die Hörner gefallen waren; vgl. Plut. Symp. 7, 2. – Uebertr., ein harter, unbiegsamer Mensch, Plat. Legg. IX, 853 d u. Clem. Al., worüber Plut. a. a. O. zu vgl.
-
26 κέρας, κέρατος
+ τό N 3 17-14-17-59-16=123 Gn 22,13; Ex 27,2(bis); 29,12; 30,2horn (of anim.) Gn 22,13; horn-shaped corner (of an altar) Ex 27,2; horn-shaped bowl 1 Sm 16,1; wing of an army, flank 1 Mc 9,1; power (metaph.) 1 Sm 2,1κέρατα ἐκφέροντα growing horns, that has horns Ps 68(69),32; οὐκ ἔδωκαν κέρας τῷ ἁμαρτωλῷ he did not give the sinner the upperhand to sb 1 Mc 2,48; ὑψῶσαι κέρας to lift up the horn, to exalt 1 Chr 25,5, cpr. 1 Sm 2,1; μὴ ἐπαίρετε εἰς ὕψος τὸ κέρας ὑμῶν do not exalt yourselves, do not boast Ps 74(75),6; κέρας σωτηρίας horn of salvation, mighty saviour 2 Sm 22,3*Jer 31(48),12 τὰ κέρατα αὐτοῦ his horns corr.? τὰ κέραμα αὐτοῦ for MT הם/נבלי their vesselsCf. HARLÉ 1988, 72; TOV 1979, 221; →NIDNTT; TWNT -
27 πυργό-κερας
πυργό-κερας, thurmförmig, mit hohen Hörnern, πυργοκέρατα, Bacchyl. 44, Neue; von Lob. Phryn. 658 bezweifelt.
-
28 μετά-κερας
μετά-κερας, gemischt, Hippocr.; bes. aus heiß u. kalt, dah. lau, χλιαρὸν ὕδωρ, Ath. III, 123 e, mit zwei Beispielen aus Komikern belegt.
-
29 δισσό-κερας
δισσό-κερας, ατος, doppelt gehörnt, p. bei Euseb.
-
30 δί-κερας
-
31 βού-κερας
βού-κερας, τό, Ochsenhorn, ein Schotengewächs, Theophr.; Nic. Al. 425.
-
32 αὐτο-κέρᾱς
αὐτο-κέρᾱς, ατος, B. A. 467, = folgdm. Nach p. 3 ἐπιῤῥηματικῶς.
-
33 αἰγό-κερας
αἰγό-κερας, τό, Bockshorn, foenum graecum, Gal.
-
34 ἐπί-κερας
-
35 ὑπό-κερας
-
36 ὑψί-κερας
ὑψί-κερας, ᾱτος, ὁ, ἡ, od. ὑψικέρᾱτος, = ὑψίκερως; ὑψικέρατα πέτραν, Pind. frg. 285, bei Ar. Nubb. 591.
-
37 Χρυσούν Κέρας
см. Ίδη -
38 σάξειον
-
39 κερά
κεράςfem voc sg -
40 κεράδες
κεράςfem nom /voc pl
См. также в других словарях:
κεράς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Aër. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κεράς — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
Κέρας Ἀμαλϑείας. — См. Рог изобилия … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κερίζω — [κέρας] (στην Κύπρο) 1. δένω τα βόδια από τα κέρατα κάτω από τον ζυγό 2. μτφ. συντροφεύω … Dictionary of Greek
κερά — κεράς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράδες — κεράς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράεσι — κέρας Aër. neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράεσσι — κέρας Aër. neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράεσσιν — κέρας Aër. neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)