Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κάτοχος

См. также в других словарях:

  • κάτοχος — holding down masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτοχος — ὁ, ἡ (ΑΜ κάτοχος, ον) [κατέχω] νεοελλ. αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, γνώστης, έμπειρος («είναι κάτοχος τής γερμανικής γλώσσας») νεοελλ. μσν. αυτός που έχει κάτι στην εξουσία του, κύριος, ιδιοκτήτης (α. «είναι κάτοχος μεγάλης κτηματικής… …   Dictionary of Greek

  • κάτοχος — ο, η 1.αυτός που κατέχει κάτι, ιδιοκτήτης: Είναι κάτοχος τριών διαμερισμάτων. 2. αυτός που γνωρίζει κάτι: Είναι κάτοχος τριών ξένων γλωσσών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατόχως — κάτοχος holding down adverbial κάτοχος holding down masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτοχον — κάτοχος holding down masc/fem acc sg κάτοχος holding down neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατόχοιο — κάτοχος holding down masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατόχοις — κάτοχος holding down masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατόχοισι — κάτοχος holding down masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατόχου — κάτοχος holding down masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατόχους — κάτοχος holding down masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατόχων — κάτοχος holding down masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»