-
1 κατοχος
21) крепкий, прочный(δεσμός Plut.)
2) крепко удерживаемый, связанный, скованный(γαίᾳ Aesch.; ὕπνῳ Soph.)
3) одержимый, вдохновляемый(Ἄρεϊ Eur.; δαίμονί τινι Arst.; ἐκ θεοῦ Plut.)
4) обуреваемый(τύφῳ Luc.)
5) захваченный, увлеченный(ὑφ΄ ἡδονῆς Plut.)
6) крепко удерживающий в памяти, хорошо запоминающий(κ. καὴ μνημονικός Plut.)
-
2 κάτοχος
ο1) владелец; держатель (акций, облигаций); 2) тот, кто владеет (какими-л. знаниями);κάτοχος τριών ξένων γλωσσών — владеющий тремя иностранными языками
-
3 κάτοχος
[катохос] ουσ обладающий. -
4 κατασχετος
2(= κάτοχος См. κατοχος)1) сдержанный, скрытый, затаенный2) одержимый, преследуемый(τοῖς βακχικοῖς πάθεσιν Plut.; οἴστρῳ Anth.)
-
5 δυσκατοχος
См. также в других словарях:
κάτοχος — holding down masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοχος — ὁ, ἡ (ΑΜ κάτοχος, ον) [κατέχω] νεοελλ. αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, γνώστης, έμπειρος («είναι κάτοχος τής γερμανικής γλώσσας») νεοελλ. μσν. αυτός που έχει κάτι στην εξουσία του, κύριος, ιδιοκτήτης (α. «είναι κάτοχος μεγάλης κτηματικής… … Dictionary of Greek
κάτοχος — ο, η 1.αυτός που κατέχει κάτι, ιδιοκτήτης: Είναι κάτοχος τριών διαμερισμάτων. 2. αυτός που γνωρίζει κάτι: Είναι κάτοχος τριών ξένων γλωσσών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατόχως — κάτοχος holding down adverbial κάτοχος holding down masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοχον — κάτοχος holding down masc/fem acc sg κάτοχος holding down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόχοιο — κάτοχος holding down masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόχοις — κάτοχος holding down masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόχοισι — κάτοχος holding down masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόχου — κάτοχος holding down masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόχους — κάτοχος holding down masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόχων — κάτοχος holding down masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)