-
61 καρατομηθείη
καρᾱτομηθείη, καρατομέωbehead: aor opt pass 3rd sg -
62 καρατομηθείς
καρᾱτομηθείς, καρατομέωbehead: aor part pass masc nom /voc sg -
63 καρατομηθείσης
καρᾱτομηθείσης, καρατομέωbehead: aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) -
64 καρατομηθέντος
καρᾱτομηθέντος, καρατομέωbehead: aor part pass masc /neut gen sg -
65 καρατομουμένη
καρᾱτομουμένη, καρατομέωbehead: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic) -
66 καρατομήσαντες
καρᾱτομήσαντες, καρατομέωbehead: aor part act masc nom /voc pl -
67 καρατομήσαντος
καρᾱτομήσαντος, καρατομέωbehead: aor part act masc /neut gen sg -
68 καρατομήσας
καρᾱτομήσᾱς, καρατομέωbehead: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
69 καρατομήσειε
καρᾱτομήσειε, καρατομέωbehead: aor opt act 3rd sg -
70 καρατομήσων
καρᾱτομήσων, καρατομέωbehead: fut part act masc nom sg -
71 καρέων
κάραhead: fem gen pl (epic ionic) -
72 καρήασι
κάραhead: neut dat pl -
73 καρήασιν
κάραhead: neut dat pl -
74 καρήατα
κάραhead: neut nom /voc /acc pl -
75 καρήατι
κάραhead: neut dat sg -
76 καρήατος
κάραhead: neut gen sg -
77 κάρητος
κάραhead: neut gen sg -
78 κράτων
κάραhead: neut gen pl (epic) -
79 κάραις
κάραhead: fem dat pl (ionic) -
80 κάρανος
κάρᾱνος, κάρανοςa chief: masc nom sg
См. также в других словарях:
κάρᾳ — κάρᾱͅ , κάρα head fem dat sg (attic doric ionic aeolic) κάραι , κάρα head fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… … Dictionary of Greek
κάρα — κάρ neut nom/voc/acc pl κάρᾱ , κάρα head neut nom/voc/acc pl (epic) κάρᾱ , κάρα head neut nom/voc/acc sg (epic) κάρᾱ , κάρα head fem acc dual κάρᾱ , κάρα head fem nom/voc/acc dual (ionic) κάρᾱ , κάρα head fem nom/voc sg (attic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρα- — α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής, από τουρκ. επίθ. kara «μαύρος». Λειτουργεί άλλοτε ως προσδριορισμός επίθ. τού β συνθετικού με τη σημ. «μαύρος» (πρβλ. καρά γιαλης, καρα μπογιά) και άλλοτε ως επιτατικό (πρβλ. καρά βλαχος, καρά γυφτος) … Dictionary of Greek
κάρα — η κεφαλή, κρανίο άγιου λειψάνου: Αυτή είναι η κάρα του αγίου Γεράσιμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καρά, Κάρλο Ντολμάτσο — (Carlo Dolmazzo Carra, Κουαρνιέντο, Αλεσάντρια 1881 – Μιλάνο 1966). Ιταλός ζωγράφος. Παρακολούθησε νυχτερινά μαθήματα στην ακαδημία Μπρέρα στο Μιλάνο, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν ως διακοσμητής για βιοπορισμό. Αργότερα ταξίδεψε στο Παρίσι και στο… … Dictionary of Greek
Κᾶρα — Κάρ experimentum facere in corpore vili masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρά αλής — (1778 – 1822). Τούρκος ναύαρχος κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Το 1821 έπλευσε ως αρχηγός ισχυρότατης μοίρας εναντίον των Ελλήνων, αφού προηγουμένως διέταξε τη σφαγή όλων των χριστιανών αξιωματικών του στόλου. Ενίσχυσε τις φρουρές… … Dictionary of Greek
Καρά Μουσταφάς — (1620; – 1683). Μέγας βεζίρης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πολέμησε με επιτυχία στις εκστρατείες των Τούρκων στην Κρήτη, στην Πολωνία και στη Ρωσία. Το 1683 ανέλαβε την εκστρατεία εναντίον της Αυστρίας και πολιόρκησε τη Βιέννη. Όμως,… … Dictionary of Greek
Καρά-Μπογκάζ-Γκολ — (Kara Bogaz Gol). Κόλπος στις ανατολικές ακτές της Κασπίας θάλασσας, στο Τουρκμενιστάν. Χωρίζεται από την επιφάνεια της Κασπίας με δύο χαμηλές αμμώδεις ακτές που σχηματίζουν ανάμεσά τους έναν στενό πορθμό. Τα νερά του έχουν θερμοκρασία 35°C το… … Dictionary of Greek
Καρά-Νταγκ — (Kara Dag). Ονομασία (στα τουρκικά σημαίνει Μαύρο Βουνό) βουνών σε διάφορες περιοχές. 1. Ορεινός όγκος (577 μ.) στην Κριμαία της Ουκρανίας, στην ακτή της Μαύρης θάλασσας. Αποτελείται από οροσειρές και κορυφές με πρωτότυπα σχήματα, που… … Dictionary of Greek