-
21 καρᾱ-δοκία
καρᾱ-δοκία, ἡ, das Aufpassen, gespanntes, langes Erwarten, Harren, LXX. u. a. Sp.
-
22 κατω-κάρᾱ
κατω-κάρᾱ, kopfunten, kopfüber; Pind. frg. 134; εἴπερ ἐκ ποδῶν κατωκάρα κρέμαιτό γε Ar. Ach. 909; ῥίπτειν τινά Pax 155; Sp.; auch getrennt geschrieben.
-
23 δια-καρᾱ-δοκέω
δια-καρᾱ-δοκέω, ganz abwarten; τὴν νύκτα διεκαραδοκήσαμεν Diphil. E. M. 490, 42; Plut. Anton. 56.
-
24 ἀπο-καρᾱ-τομέω
ἀπο-καρᾱ-τομέω, enthaupten, Schol. Pind.
-
25 ἀπο-καρᾱ-δοκέω
ἀπο-καρᾱ-δοκέω, ab-, erwarten, Pol. κίνδυνον, παρουσίαν, 16, 2. 18, 31.
-
26 ἀπο-καρᾱ-δοκία
ἀπο-καρᾱ-δοκία, ἡ, sehnliche Erwartung, N. T.
-
27 ἀ-καρα-δόκητος
ἀ-καρα-δόκητος, unerwartet, Eust.
-
28 καράνου
καρά̱νου, κάρανονneut gen sgκαρά̱νου, κάρανοςa chief: masc gen sgκαρά̱νου, κάρηνονhead: neut gen sg (doric)καρά̱νου, καρανόωachieve: pres imperat act 2nd sgκαρά̱νου, καρανόωachieve: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
29 καράνων
καρά̱νων, κάρανονneut gen plκαρά̱νων, κάρανοςa chief: masc gen plκαρά̱νων, κάρηνονhead: neut gen pl (doric)καρά̱νων, καρανόωachieve: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)καρά̱νων, καρανόωachieve: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
30 κάρ'
κάρα, κάρneut nom /voc /acc plκάρε, κάρneut nom /voc /acc dualκάρᾱͅ, κάραhead: fem dat sg (attic doric ionic aeolic)κάραι, κάραhead: fem nom /voc pl (ionic)κάρα, κάρονneut nom /voc /acc plκάρε, κάροςheavy sleep: masc voc sg -
31 κάρας
κάρᾱς, κάραhead: fem acc plκάρᾱς, κάραhead: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
32 κάρη
κάραhead: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)κάραhead: neut nom /voc /acc sg (epic ionic)κάραhead: fem nom /voc sg (epic ionic)κείρωkṛṇā´ti: aor ind pass 3rd sg (homeric ionic)——————κάραhead: fem dat sg (epic ionic) -
33 καραδοκήσω
καρᾱδοκήσω, καραδοκέωwait for the outcome of: aor subj act 1st sgκαρᾱδοκήσω, καραδοκέωwait for the outcome of: fut ind act 1st sgκαρᾱδοκήσω, καραδοκέωwait for the outcome of: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
34 καρανώσει
καρᾱνώσει, καρανόωachieve: aor subj act 3rd sg (epic)καρᾱνώσει, καρανόωachieve: fut ind mid 2nd sgκαρᾱνώσει, καρανόωachieve: fut ind act 3rd sg -
35 καρατομήσει
καρᾱτομήσει, καρατομέωbehead: aor subj act 3rd sg (epic)καρᾱτομήσει, καρατομέωbehead: fut ind mid 2nd sgκαρᾱτομήσει, καρατομέωbehead: fut ind act 3rd sg -
36 καρατομήσω
καρᾱτομήσω, καρατομέωbehead: aor subj act 1st sgκαρᾱτομήσω, καρατομέωbehead: fut ind act 1st sgκαρᾱτομήσω, καρατομέωbehead: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
37 κάραι
κάρᾱͅ, κάραhead: fem dat sg (attic doric ionic aeolic)κάραhead: fem nom /voc pl (ionic) -
38 κάρανον
κάρᾱνον, κάρανονneut nom /voc /acc sgκάρᾱνον, κάρανοςa chief: masc acc sgκάρᾱνον, κάρηνονhead: neut nom /voc /acc sg (doric) -
39 καραδοκούντων
καρᾱδοκούντων, καραδοκέωwait for the outcome of: pres part act masc /neut gen pl (attic epic doric)καρᾱδοκούντων, καραδοκέωwait for the outcome of: pres imperat act 3rd pl (attic epic doric) -
40 καραδοκούσας
καρᾱδοκούσᾱς, καραδοκέωwait for the outcome of: pres part act fem acc pl (attic epic doric)καρᾱδοκούσᾱς, καραδοκέωwait for the outcome of: pres part act fem gen sg (doric)
См. также в других словарях:
κάρᾳ — κάρᾱͅ , κάρα head fem dat sg (attic doric ionic aeolic) κάραι , κάρα head fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… … Dictionary of Greek
κάρα — κάρ neut nom/voc/acc pl κάρᾱ , κάρα head neut nom/voc/acc pl (epic) κάρᾱ , κάρα head neut nom/voc/acc sg (epic) κάρᾱ , κάρα head fem acc dual κάρᾱ , κάρα head fem nom/voc/acc dual (ionic) κάρᾱ , κάρα head fem nom/voc sg (attic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρα- — α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής, από τουρκ. επίθ. kara «μαύρος». Λειτουργεί άλλοτε ως προσδριορισμός επίθ. τού β συνθετικού με τη σημ. «μαύρος» (πρβλ. καρά γιαλης, καρα μπογιά) και άλλοτε ως επιτατικό (πρβλ. καρά βλαχος, καρά γυφτος) … Dictionary of Greek
κάρα — η κεφαλή, κρανίο άγιου λειψάνου: Αυτή είναι η κάρα του αγίου Γεράσιμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καρά, Κάρλο Ντολμάτσο — (Carlo Dolmazzo Carra, Κουαρνιέντο, Αλεσάντρια 1881 – Μιλάνο 1966). Ιταλός ζωγράφος. Παρακολούθησε νυχτερινά μαθήματα στην ακαδημία Μπρέρα στο Μιλάνο, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν ως διακοσμητής για βιοπορισμό. Αργότερα ταξίδεψε στο Παρίσι και στο… … Dictionary of Greek
Κᾶρα — Κάρ experimentum facere in corpore vili masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρά αλής — (1778 – 1822). Τούρκος ναύαρχος κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Το 1821 έπλευσε ως αρχηγός ισχυρότατης μοίρας εναντίον των Ελλήνων, αφού προηγουμένως διέταξε τη σφαγή όλων των χριστιανών αξιωματικών του στόλου. Ενίσχυσε τις φρουρές… … Dictionary of Greek
Καρά Μουσταφάς — (1620; – 1683). Μέγας βεζίρης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πολέμησε με επιτυχία στις εκστρατείες των Τούρκων στην Κρήτη, στην Πολωνία και στη Ρωσία. Το 1683 ανέλαβε την εκστρατεία εναντίον της Αυστρίας και πολιόρκησε τη Βιέννη. Όμως,… … Dictionary of Greek
Καρά-Μπογκάζ-Γκολ — (Kara Bogaz Gol). Κόλπος στις ανατολικές ακτές της Κασπίας θάλασσας, στο Τουρκμενιστάν. Χωρίζεται από την επιφάνεια της Κασπίας με δύο χαμηλές αμμώδεις ακτές που σχηματίζουν ανάμεσά τους έναν στενό πορθμό. Τα νερά του έχουν θερμοκρασία 35°C το… … Dictionary of Greek
Καρά-Νταγκ — (Kara Dag). Ονομασία (στα τουρκικά σημαίνει Μαύρο Βουνό) βουνών σε διάφορες περιοχές. 1. Ορεινός όγκος (577 μ.) στην Κριμαία της Ουκρανίας, στην ακτή της Μαύρης θάλασσας. Αποτελείται από οροσειρές και κορυφές με πρωτότυπα σχήματα, που… … Dictionary of Greek