-
1 καρπασον
См. также в других словарях:
κάρπασον — κάρπασον, τὸ (Α) 1. το φυτό λευκός ελλέβορος 2. ο δηλητηριώδης χυμός τού ελλέβορου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για δάνεια, πιθ. μεσογειακή, λέξη όπως επιβεβαιώνεται από την εναλλαγή s και th οδοντικού: Καρπασία / Κάρπαθος (πρβλ. λατ.… … Dictionary of Greek
κάρπασον — flax neut nom/voc/acc sg κάρπασος flax fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπάσοις — κάρπασον flax neut dat pl κάρπασος flax fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπάσου — κάρπασον flax neut gen sg κάρπασος flax fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπάσων — κάρπασον flax neut gen pl κάρπασος flax fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρπασα — κάρπασον flax neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοκάρπασον — ξυλοκάρπασον, τὸ (Α) το ξύλο τού φυτού λίνον, τού λιναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κάρπασον «είδος φυτού»] … Dictionary of Greek
οποκάρπασον — ὀποκάρπασον, τὸ (Α) ο οπός τής καρπάσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κάρπασον «είδος φυτού»] … Dictionary of Greek