Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κάρκαροι

См. также в других словарях:

  • κάρκαροι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) τραχείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρκίνος] …   Dictionary of Greek

  • κάρκαροι — κάρκαρος prison masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρχαρος — κάρχαρος, ον, θηλ. και καρχάρα (Α) 1. αυτός που έχει κοφτερά, σουβλερά δόντια 2. (για ήχο ή λέξεις) σκληρός, τραχύς, οξύς, δηκτικός 3. (για ήθη) άξεστος, αγροίκος 4. (το ουδ. ως επίρρ.) κάρχαρον με σκληρό τρόπο («κάρχαρόν τι μειδήσας», Βάβρ.).… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • kar-3, redupl. karkar- —     kar 3, redupl. karkar     English meaning: hard     Deutsche Übersetzung: under likewise “hart”     Material: O.Ind. karkara “rough, hard” = Gk. κάρκαροι τραχεῖς Hes., O.Ind. karkasa “rough, hard” (also karaka m., “hail”?); presumably Gk.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»