-
1 καλλ'
ἄλλα, ἄλλοςy: neut nom /voc /acc plἄλλο, ἄλλοςy: neut nom /voc /acc sgἄλλε, ἄλλοςy: masc voc sgἄλλαι, ἄλλοςy: fem nom /voc plἄλλᾱͅ, ἄλλοςy: fem dat sg (doric aeolic)ἐλλέ, ἑλλόςa young deer: masc voc sgἐλλά, ἐλλόςa young deer: neut nom /voc /acc plἐλλά̱, ἐλλόςa young deer: fem nom /voc /acc dualἐλλά̱, ἐλλόςa young deer: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐλλέ, ἐλλόςa young deer: masc voc sgἐλλαί, ἐλλόςa young deer: fem nom /voc pl——————ἄλλα, ἄλλοςy: neut nom /voc /acc plἄλλο, ἄλλοςy: neut nom /voc /acc sgἄλλε, ἄλλοςy: masc voc sgἄλλαι, ἄλλοςy: fem nom /voc plἄλλᾱͅ, ἄλλοςy: fem dat sg (doric aeolic)ἀλλά, ἀλλάotheruise: indeclform (adverb)ἐλλέ, ἑλλόςa young deer: masc voc sgἐλλά, ἐλλόςa young deer: neut nom /voc /acc plἐλλά̱, ἐλλόςa young deer: fem nom /voc /acc dualἐλλά̱, ἐλλόςa young deer: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐλλέ, ἐλλόςa young deer: masc voc sgἐλλαί, ἐλλόςa young deer: fem nom /voc pl -
2 κἄλλ'
Βλ. λ. καλλ' -
3 κἆλλ'
Βλ. λ. καλλ' -
4 καλλ-
καλάϊνος, καλλ-Grammatical information: adj.Meaning: `blue-green, bluish', of stones, earthenware etc. ( PSI 4, 396, 9 [IIIa], Peripl. M. Rubr. 39 [cod. καλλεανός], AP, Dsc.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Adj. in - ινος, seemingly from κάλλαις `blue-green stone, turquoise' (Plin. NH 37, 151), but this could also be a backformation. Bezzenberger in Fick 2, 73 and Prellwitz 205: to κάλλαιον `cock's comb, the feathers of a cock' and καλαΐς `hen' (s. vv.).Page in Frisk: 1,759Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καλλ-
-
5 καλλ-ωπιστικός
καλλ-ωπιστικός, ή, όν, zum Putzen, Zieren geschickt, Sp.
-
6 καλλ-ωπιστεία
καλλ-ωπιστεία, ἡ, das Prunken mit Etwas, Serv. Virg. Aen. 1, 223.
-
7 καλλ-ωπιστής
καλλ-ωπιστής, ὁ, der ein schönes Ansehen Gebende, auf Putz Bedachte, περὶ τὴν ἐσϑῆτα κ. Isocr. 1, 27, tadelnd, im Ggstz von φιλόκαλος, denn καλλωπιστοῦ ἐστι τὸ περίεργον; vgl. Schol. Ar. Equ. 1066 Arist. rhet. 2, 24.
-
8 καλλ-ωπισμός
καλλ-ωπισμός, ὁ, das Schmücken, ein schönes Ansehen Geben; διὰ τὸν καλλωπισμὸν στάσις ὠνόμασται Plat. Crat. 426 d; Schmuck, Zierrath, τοὺς περὶ τὸ σῶμα Phaed. 64 d; Rep. IX, 472 c; ὡς εἰς καλλωπισμόν Xen. An. 1, 9, 23; vom Pferde, der stolze Gang, de re equ. 10, 4.
-
9 καλλ-ωπίστρια
καλλ-ωπίστρια, ἡ, iem. zu καλλωπιστής, die auf Putz bedacht ist, Plut. conj. praec. p. 415.
-
10 καλλ-ωπίζω
καλλ-ωπίζω, das Gesicht schön machen, ein schönes Ansehen geben; καλλωπίζοντες τὸ ὄνομα Ἑρμῆν καλοῦμεν Plat. Crat. 408 b; καλλωπισϑεῖσα 409 c; οἰκία ὑπερβαλλούσῃ δαπάνῃ κεκαλλωπισμένη Xen. Hier. 11, 2. – Häufiger im med., sich schmücken; ταῦτα δὴ ἐκαλλωπισάμην, ἵνα καλὸς παρὰ καλὸν ἴω Plat. Conv. 174 a; sich zieren, παῦσαι πρός με καλλωπιζόμενος Phaedr. 236 d, vgl. Prot. 333 d; Plut. λέξις κεκαλλωπισμένη, S. Emp. adv. rhet. 55. – Gew. prunken, prahlen mit Etwas, ἐπί τινι, Plat. Rep. III, 405 b, τινί, Phaedr. 252 a; καλλωπιζόμενος ὥς τι εὑρηκότων ἡμῶν καλόν Theaet. 195 d; ὡς οὐκ ἀγανακτῶν Crit. 52 c; τοῖς ὅπλοις Xen. Cyr. 7, 4, 14, vgl. 8, 8, 18; auch vom Pferde, de re equ. 10, 4; Sp., λόγῳ παραιτεῖσϑαι καλλωπιζόμενος Plut. Caes. 28.
-
11 καλλ-ιερέω
καλλ-ιερέω, günstig, glücklich opfern, ein Opfer darbringen, das nach den im Opferthiere gefundenen Zeichen den Göttern angenehm ist u. somit Glück für ein Unternehmen verheißt; οἷς ἂν καλλιεροῦντες ϑύωοι Plat. Legg. VII, 791 a; ἐκεκαλλιερήκει Xen. Cyr. 6, 4, 12; Sp., οὐκ ἐκαλλιέρει μέχρις εἴκοσι Plut. Aemil. P. 17; ταῖς Νύμφαις τὸν ἀμνόν Theocr. 5, 148. So auch im med., ἐς τὸν ποταμὸν οἱ μάγοι ἐκαλλιερέοντο σφάζοντες ἵππους λευκούς Her. 7, 113; Xen. An. 5, 4, 22; aor., Cyr. 1, 5, 5; vgl. Ar. Plut. 1181. Aber pass. ist τὰ ἱερὰ ἐκαλλιερεῖτο Xen. Hell. 3, 1, 17. – Mit dem inf., οὐ γὰρ ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν μιν, er erlangte keine günstigen Zeichen, um überzusetzen, Her. 6, 76; ὥςτε μάχεσϑαι 9, 38; intr., καλλιερῆσαι τοῖς ϑυομένοις οὐκ ἐδύνατο, sc. ἱερά, die Opfer konnten nicht gelingen, nicht unter glücklichen Vorzeichen zu Stande kommen, 7, 134, vgl. 9, 19 καλλιερησάντων τῶν ἱερῶν ἐπορεύοντο. – S. Emp. pyrrh. 1, 149 sagt ἐν Ταύροις νόμος ἦν τοὺς ξένους τῇ Ἀρτέμιδι καλλιερεῖσϑαι.
-
12 καλλ-ιέρημα
καλλ-ιέρημα, τό, Opfer mit guter Vorbedeutung, ϑυσία εὐπρόςδεκτος VLL.
-
13 καλλ-ίχθυς
καλλ-ίχθυς, υος, ὁ, ein Meerfisch, Schönfisch, Hedyl. 3 ( App. 29); sonst ἀνϑίας, Ath. VII, 282 e; von diesem unterschieden Opp. H. 3, 335.
-
14 καλλ-ίουλος
καλλ-ίουλος, ὁ, ein Lobgesang auf die Demeter, s. ἴουλος.
-
15 καλλ-ώπισμα
καλλ-ώπισμα, τό, Schmuck, äußerer Zierrath; τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνϑήματα Plat. Gorg. 492 c; χρυσᾶ Plut. Lyc. 9; a. Sp., auch von der Rede, D. Hal. de Thuc. 46.
-
16 κάλλ-ιππος
κάλλ-ιππος, mit schönen Pferden, Sp.
-
17 φιλο-καλλ-ωπιστής
φιλο-καλλ-ωπιστής, ὁ, der den Schmuck, Putz Liebende, Ptolem.
-
18 ἀπο-καλλ-ωπίζω
ἀπο-καλλ-ωπίζω, des Schmuckes berauben, Poll. 1, 236 im pass.
-
19 ἀντι-καλλ-ωπίζομαι
ἀντι-καλλ-ωπίζομαι, dagegegen schön thun, prunken, πρὸς τὴν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ Plut. Pyth. or. 24.
-
20 ἀ-καλλ-ιέρητος
ἀ-καλλ-ιέρητος, ἀθύτων καὶ ἀκ. ὄντων τῶν ἱερῶν Aeschin. 3, 131 vgl. 152, was Luc. Bis acc. 3 nachahmt, da die Opfer ungünstig, den Göttern nicht angenehm waren.
См. также в других словарях:
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
κἄλλ' — ἄλλα , ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλο , ἄλλος y neut nom/voc/acc sg ἄλλε , ἄλλος y masc voc sg ἄλλαι , ἄλλος y fem nom/voc pl ἄλλᾱͅ , ἄλλος y fem dat sg (doric aeolic) ἐλλέ , ἑλλός a young deer masc voc sg ἐλλά , ἐλλός a young deer neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆλλ' — ἄλλα , ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλο , ἄλλος y neut nom/voc/acc sg ἄλλε , ἄλλος y masc voc sg ἄλλαι , ἄλλος y fem nom/voc pl ἄλλᾱͅ , ἄλλος y fem dat sg (doric aeolic) ἀλλά , ἀλλά otheruise indeclform (adverb) ἐλλέ , ἑλλός a young deer masc voc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίων — καλλίων, κάλλιον (AM) ωραιότερος, καλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συγκριτικός βαθμός καλλίων και ο υπερθετικός κάλλιστος τού επιθ. καλός εμφανίζουν θ. καλλ με διπλό λ , που είτε οφείλεται στον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (προσπάθεια τών ομιλητών… … Dictionary of Greek
ευκαλλώπιστος — εὐκαλλώπιστος, ον (Α) ωραία καλλωπισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καλλ ώπιστος (< καλλ ωπίζω), πρβλ. α καλλ ώπιστος] … Dictionary of Greek
έσπερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος ή αδελφός του Άτλαντα, πατέρας των Εσπερίδων. Ο Όμηρος τον αναφέρει ως το ωραιότερο από τα άστρα. Τα ονόματα Έ. και Εωσφόρος αφορούν την Αφροδίτη. II Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Παμφυλία… … Dictionary of Greek
περισκεπής — ές, Α 1. ο σκεπασμένος ολόγυρα, καλυμμένος ολόγυρα, στεγασμένος τελείως («ὄρος θάμνοισι περισκεπές», Καλλ.) 2. αυτός που καλύπτει, που προστατεύει ολόγυρα («πύργοισιν περισκεπέεσιν», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκεπής (< σκέπας «κάλυμμα,… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
χήρος — (I) ήρα, ον, και ποιητ. τ. θηλ. χήρη, Α μτφ. έρημος, στερημένος (α. «χῆρος βίος», Καλλ. β. «χήρα εὐνή», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα. Το επίθ. έλαβε μτφ. τη σημ. «στερημένος, έρημος»]. (II) ο / χῆρος, ΝΜΑ άνδρας που έχει χάσει την σύζυγό του και… … Dictionary of Greek
DECRESCERE — apud Tertullian. de Poenit. c. 11. Ad omnem occur sum maioris cuiusque personae decrescentes: eleganter, pro corpus inclinare, se submittere, venerationi testandae, Graecae ταπηνοῦςθαι, ὑποπιπτειν et ὑποκόπτειν: quibus opponit Diod. ὑπερέχειν ubi … Hofmann J. Lexicon universale
Λητώος — Λητῷος, δωρ. τ. Λατῷος, ῴα, ον, θηλ. και Λητωϊάς, άδος και Λητωΐς, δωρ. τ. Λατωΐς, ίδος (Α) [Λητώ] 1. αυτός που ανήκει στη Λητώ ή αυτός που έχει γεννηθεί από τη Λητώ («καὶ γὰρ ἐγὼ Λητωϊὰς ὥσπερ Ἀπόλλων», Καλλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. α) τὸ Λητῷον ο… … Dictionary of Greek