1 κώμαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κώμαξ
κώμαξ — κώμαξ, ακος, ὁ (Α) ασελγής άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με κῶμος] … Dictionary of Greek