-
1 κυουρα
ἡ киура (растение, употреблявшееся как абортивное средство) Plut. -
2 κύουρα
κύουραfem nom /voc sg -
3 κύουρα
См. также в других словарях:
κύουρα — κύουρα, ἡ (Α) είδος βοτάνου που χρησιμοποιούνταν ως εκτρωτικό φάρμακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + οὐρά] … Dictionary of Greek
κύουρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυώ — κυῶ, έω (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.) 3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον … Dictionary of Greek