Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κύουρα

См. также в других словарях:

  • κύουρα — κύουρα, ἡ (Α) είδος βοτάνου που χρησιμοποιούνταν ως εκτρωτικό φάρμακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + οὐρά] …   Dictionary of Greek

  • κύουρα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυώ — κυῶ, έω (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.) 3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»