-
1 затрата
затрата ж 1) о κόπος (усилие и т. л.) η δαπάνη, το έξοδο (средств и т. л.) η κατανάλωση (потребление) 2) мн.: \затратаы (расходы) οι δαπά νες, τα έξοδα* * *ж2) мн.затра́ты (расходы) — οι δαπάνες, τα έξοδα
-
2 труд
труд м 1) (работа) η εργασία, η δουλεία; физический (умственный) \труд η χειρωνακτική (διανοητική) εργασία 2) (усилие) о μόχθος, η δυσκολία, ο κόπος; без \труда χωρίς δυσκολία; с \трудом με δυσκολία 3) (сочинение) το έργο, το σύγγραμμα* * *м1) ( работа) η εργασία, η δουλειάфизи́ческий (у́мственный) труд — η χειρωνακτική (διανοητική) εργασία
2) ( усилие) ο μόχθος, η δυσκολία, ο κόποςбез труда́ — χωρίς δυσκολία
с трудо́м — με δυσκολία
3) ( сочинение) το έργο, το σύγγραμμα -
3 борона
борон||аж с.-х. ἡ σβάρνα, ὁ βωλο-κόπος. -
4 конь
кон||ьм1. τό ἄλογο, ὁ ίππος, τό ἄτν2. шахм. τό ἄλογο· ◊ не в \конья корм разг ἀδικος ὁ κόπος· дареному \коньκ> в зу́бы не смотрят посл. κάποιου χάριζαν ἕνα γάιδαρο, κἰαὐτός τόν κύτταζε στά δόντια. -
5 напрасньш
напрасн||ьшприл μάταιος:\напрасньшая надежда ἡ μάταια ἐλπίδα· \напрасньшый труд μάταιος κόπος· \напрасньшое обвинение ἡ ἄδικη κατηγορία. -
6 труд
трудж1. ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:физический (у́мственный) \труд ἡ χειρωνακτική (ἡ διανοητική) ἐργασία· наемный \труд ἡ μισθωτή ἐργασία· разделение \труда ὁ καταμερισμός τής ἐργασίας· охрана \труда ἡ προστασία τής ἐργασίας· производительность \труда ἡ παραγωγικότητα, ἡ ἀποδοτικότητα τής ἐργασίας· жить своим \трудо́м ζῶ ἀπ' τή δουλειά μου·2. (заботы, хлопоты) ἡ φροντίδα/ ὁ κόπος (старание)/ ἡ προσπάθεια (усилие):с большим \трудо́м μέ μεγάλη προσπάθεια, μέ μεγάλο κόπο· взять на себя \труд κάνω τόν κόπο· не стоит \труда δέν ἀξίζει τόν κόπο·3. (сочинение) τό σύγγραμμα, ἡ μελέτη:нау́чный \труд τό ἐπιστημονικό σύγγραμμα· список печатных \трудов ὁ κατάλογος τῶν ἐργασιών πού δημοσιεύτηκαν. -
7 тяжелый
тяжел||ыйприл1. βαρύς:\тяжелый гру́з τό βαρύ φορτίο· \тяжелый чемодан ἡ βαρειά βαλί-τσα·2. (суровый) βαρύς/ αὐστηρός (строгий):\тяжелыйое наказание ἡ βαρειά ποινή· \тяжелыйая ответственность ἡ βαρειά εὐθύνη· \тяжелыйая вина τό βαρύ πταίσμα, τό σοβαρό σφάλμα· \тяжелыйое преступление τό βαρύ ἔγκλημα·3. (трудный, утомительный) δύσκολος, βαρύς, κουραστικός:\тяжелый труд ὁ βαρύς κόπος· \тяжелыйая работа ἡ βαρειά ἐργασία· \тяжелыйая задача τό δύσκολο καθήκο·4. (серьезный) σοβαρός:\тяжелыйая болезнь ἡ σοβαρή ἀσθένεια·5. (мучительный) δύσκολος, βαρύς, λυπηρός, θλιβερός:\тяжелыйое зрелище τό λυπηρό θέαμα· \тяжелыйое чу́вство τό βαρύ αίσθημα· \тяжелый день ἡ βαρειά ἡμέρα· \тяжелыйые времена οἱ δύσκολοι καιροί· ◊ \тяжелыйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \тяжелыйая артиллерия τό βαρύ πυροβολικό· \тяжелый танк βαρύ ἄρμα μάχης· \тяжелыйое топливо ἡ βαρειά καύσιμη ὕλη· \тяжелыйое дыхание ἡ δύσκολη ἀναπνοή· \тяжелый сон ὁ βαρύς ὑπνος· \тяжелыйая голова τό βαρύ κεφάλι (άπ' τήν ἀϋπνία)· \тяжелый шаг τό βαρύ βήμα \тяжелый нрав ὁ ἰδιότροπος χαρακτήρας· \тяжелый на подъем ὁ τεμπέλης, ὁ δυσκίνητος· \тяжелый воздух ἡ βαρειά ἀτμόσφαιρα· \тяжелыйая пища ἡ δύσπεπτη τροφή· \тяжелыйая рука́ τό βαρύ χέρι· с \тяжелый-ым сердцем μέ βαρειά καρδιά. -
8 усталь
у́стал||ьж разг ὁ κόπος, ὁ μόχθος, ἡ κούραση:без \устальи ἀκούραστα, ἀδιάκοπα· не внать \устальи εἶμαι ἀκούραστος. -
9 труд
[τρούτ] ουσ. α εργασία, κόπος -
10 труд
[τρούτ] ουσ α εργασία, κόπος -
11 вилы
вил πλθ.,βλ. вилка (2 σημ.)εκφρ.-ами на (ή по)воде писано – μια τρύπα στο νερό (άδικος κόπος). -
12 молотобоец
-бойца α. σφυρήλατης, σφυρο-κόπος. -
13 напрасный
επ., βρ: -сен, -сна, -сно.1. μάταιος, ανώφελος, άκαρπος χαμένος•-ые старания μάταιες προσπάθειες•
напрасный труд χαμένος κόπος•
-ая надежда χαμένη ελπίδα.
2. άσκοπος αδικαιολόγητος•-ая тревога αδικαιολόγητος φόβος•
-ых слз не лей μην κλαις αδικαιολόγητα, μην κλαις άδαρτος.
|| άδικος•-ое обвинение άδικη κατηγορία•
-ые нарекания άδικες επικρίσεις.
-
14 труд
-а α.1. εργασία, δούλε ιά•физический труд χειρωνακτική εργασία•
умственный труд πνευματική εργασία•
намный труд μισθωτή εργασία•
производительность -а παραγωγικότητα της εργασίας•
орудия -а εργαλεία της δουλειάς•
плата за -ы ο μισθός της δουλειάς•
разделение -а καταμερισμός εργασίας•
жить своим -ом ζω με τη δουλειά μου.
|| πλθ. -ы ασχολίες, φροντίδες. || εξυπηρέτηση.2. έργο•научный труд επιστημονική εργασία.
3. προσπάθεια, ένταση• κόπος, μόχθος• δυσκολία•с большим -ом με μεγάλη δυσκολία•
взять на себя -κάνω τον κόπο.
εκφρ.без -а – χωρίς κόπο, εύκολα•с -ом – με κόπο, δύσκολα•египетский - – εξαντλητική δουλειά (όπως των πυραμίδων).
См. также в других словарях:
κοπός — κοπός, ὁ (Μ) ίχνη βημάτων πάνω στο χώμα, μονοπάτι, ντορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω (θ. κοπ , πρβλ. παθ. αορ. β ἐ κόπ ην) + κατάλ. ος] … Dictionary of Greek
κόπος — striking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… … Dictionary of Greek
κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως … Dictionary of Greek
κόπος — ο 1. μόχθος, κούραση. 2. αμοιβή για τους κόπους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόπω — κόπος striking masc nom/voc/acc dual κόπος striking masc gen sg (doric aeolic) κοπόω weary pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κοπόω weary imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόποι — κόπος striking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόποις — κόπος striking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπον — κόπος striking masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπου — κόπος striking masc gen sg κοπόω weary pres imperat act 2nd sg κοπόω weary imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπους — κόπος striking masc acc pl κοπόω weary imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)