Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

έξοδο

См. также в других словарях:

  • έξοδο — το (Μ ἔξοδον) [έξοδος] το χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη («έξοδα δίκης, διατροφής») νεοελλ. φρ. 1. «βάνω στα έξοδα» γίνομαι αιτία να ξοδέψει κάποιος χρήματα 2. «μπαίνω στα έξοδα» παρασύρομαι σε δαπάνες 3. «οδοιπορικά… …   Dictionary of Greek

  • έξοδο — το 1. χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη (συνήθ. στον πληθ., έξοδα). 2. φρ., «οδοιπορικά έξοδα», δαπάνη για υπηρεσιακά ταξίδια υπαλλήλων. 3. φρ., «δικαστικά έξοδα», δαπάνες που βαρύνουν τους διάδικους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τζαβέλας — Γράφεται και Τζαβέλλας. Επώνυμο σουλιώτικης φάρας πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν τόσο πριν την Επανάσταση, όσο και στη διάρκειά της. Σημαντικότεροι ήταν: 1. Γεώργιος. Δευτερότοκος γιος του Λάμπρου και αδελφός του Φώτου. Έπεσε ηρωικά το 1802 σε …   Dictionary of Greek

  • Γουναράκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από το Μεσολόγγι. 1. Ανδρέας. Πήρε μέρος στις μάχες κατά τις πολιορκίες του Μεσολογγίου και σκοτώθηκε στην Έξοδο. 2. Απόστολος. Πήρε μέρος στις πολιορκίες και στην Έξοδο του Μεσολογγίου. 3. Δημήτριος. Σκοτώθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • Βαλτινός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανασούλας (Μεσολόγγι 1801 – Αθήνα 1877). Καταγόταν από την οικογένεια των Βαλτινών του Βάλτου. Επειδή ο πατέρας του Ιωάννης υπηρετούσε στην αυλή του Αλή πασά, ο Λεπενιώτης πέταξε στον Αχελώο τον μικρό του γιο Α.,… …   Dictionary of Greek

  • Τσαγκαράκης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, η οποία καταγόταν από το Μεσολόγγι. 1. Δημήτριος. Έπεσε στην Έξοδο του Μεσολογγίου. 2. Ιωάννης. Έπεσε στην Έξοδο του Μεσολογγίου. 3. Θωμάς. Πήρε μέρος στις πολιορκίες και στην Έξοδο του Μεσολογγίου… …   Dictionary of Greek

  • εξόδιος — ον (AM ἐξόδιος, ον) [έξοδος] 1. αυτός που αναφέρεται στην εκφορά νεκρού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξόδιον α) τραγούδι που παιζόταν με αυλό κατά την έξοδο τού χορού τής τραγωδίας β) εκφορά νεκρού, κηδεία, ξόδι μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξόδιον α) έξοδος …   Dictionary of Greek

  • παραμόρφωση — Μεταβολή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο, το κάνω διαφορετικό, το κάνω αγνώριστο. Π. λέγεται και για τον άνθρωπο: «τα εγκαύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο», «είναι ανάπηρος και με παραμορφωμένα μέλη». Λέγεται και για γραπτά ή… …   Dictionary of Greek

  • Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξανδρής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Γεννήθηκε στις Σπέτσες. Υπηρέτησε ναύκληρος σε διάφορα πλοία καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Το πλοίο του κατέστρεψε μια τουρκική κανονιοφόρο και συνέλαβε αρματωμένη μια άλλη. Ανδραγάθησε στην καταστροφή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»