-
1 затрата
затрата ж 1) о κόπος (усилие и т. л.) η δαπάνη, το έξοδο (средств и т. л.) η κατανάλωση (потребление) 2) мн.: \затратаы (расходы) οι δαπά νες, τα έξοδα* * *ж2) мн.затра́ты (расходы) — οι δαπάνες, τα έξοδα
-
2 расход
расход м 1) το έξοδο, η δαπάνη 2) (потребление ) η κατανάλωση* * *м1) το έξοδο, η δαπάνη2) ( потребление) η κατανάλωση -
3 расход
расходм1. τό ἔξοδο[ν], ἡ δαπάνη:текущие \расходы τά καθημερινά ἔξοδα· карманные \расходы τό χαρτζιλίκι· день-Έ на мелкие \расходы χρήματα προορισμένα γιά τά μικρά ἔξοδα· дорожные \расходы τά ὁδοιπορικά ἔξοδα· транспортные \расходы τά μεταφορικά· накладные \расходы τά γενικά ἔξοδα· военные \расходы ὁΐ στρατιωτικές δαπάνες· непредвиденные \расходы τά ἀπρόοπτα ἔξοδα· нести́ \расходы ὑποβάλλομαι σέ ἔξοδα· покрывать \расходы καλύπτω τά ἔξοδα·2. (потребление) ἡ κατανάλωση [-ις], τό ξόδε-μα:\расход электроэнергии ἡ κατανάλωση ἡλεκτρικής ἐνεργείας· \расход боеприпасов ἡ κατανάλωση πυρομαχικών3. бухг. τό ἔξοδο[ν]:приход и \расход ἔσοδα καί ἐξοδα, τό δοῦναι καί λαβείν ◊ пустить н \расход τουφεκίζω, ἐκτελώ. -
4 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
5 скорость
(характеристика движения материального тела) η ταχύτηταснижать - μειώνω την -, κόβω την -уменьшать - μειώνω/ελαττώνω την -- вращения антенны радиолокатора ο ρυθμός περιστροφής της κεραίας του ραντάρдозвуковая - υποακουστική -, υποηχητική -- передвижения (напр. экскаватора) - πορείαςпутевая ав. - εδάφουςсинхронная - эл. σύγχρονη -- снижения вертикальная ав. о βαθμός καθόδουугловая - крена ав. γωνιακή - διατοιχισμούугловая - тангажа ав. γωνιακή - πρόνευσης, ο βαθμός πρόνευσηςэксплуатационная ав. - χρήσης/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скорость
-
6 штрек
(горн) η οριζόντια στοά του ορυχείου (χωρίς έξοδο προς την επιφάνεια).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штрек
-
7 расход
[*][ρασχότ) ουσ. α. έξοδο -
8 расход
[*][ρασχότ) ουσ α έξοδο -
9 безвыездный
επ.μόνιμος, χωρίς έξοδο από το σπίτι•-ое житье σπιτική κλεισμένη ζωή.
-
10 безвыходно
επίρ.χωρίς έξοδο, οικουρών. -
11 безвыходный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. χωρίς έξοδο (από το σπίτι)•-ое сидение дома οικουρία.
2. του αδιεξόδου•-ое положение κατάσταση αδιεξόδου, το αδιέξοδο.
-
12 из
κ. изо πρόθεσηαπό, εκ• σημαίνει:1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•
приехать из города έρχομαι από την πόλη•
извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•
поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•
достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•
река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•
вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•
выйти из терпения χάνω την υπομονή•
выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•
изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.
2. προέλευση, πηγή•знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•
цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•
из достоверных источников από έγκυρες πηγές•
человек из Парижа παριζάνος.
|| καταγωγή•из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•
он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.
|| (δια)χωρνσμό•некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•
один из них ένας απ αυτούς•
младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.
3. πολλαπλότητα σύνθεση•букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•
комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•
стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.
4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•
брошка из золота χρυσή καρφίτσα•
кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•
варенье из вишен γλυκό από βύσινα•
мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.
5. διά, με•изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.
6. ανάπτυξη•из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•
из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•
из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.
7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•из зависти από ζήλεια•
убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•
из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•
много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•
из уважения από σεβασμό.
|| παλ. στον, στην, στό•он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.
|| μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•из года в год από χρόνο σε χρόνο•
изо дня в день από μέρα σε μέρα•
из края в край από άκρη σε άκρη•
из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•
из рук в руки από χέρι σε χέρι•
из угла в угол από γωνία σε γωνία.
-
13 преградить
-аяу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прегражденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ.εμποδίζω, φράζω, κωλύω• κόβω•преградить выход, проход φράζω την έξοδο, το πέρασμα•
преградить движение εμποδίζω την κίνηση.
-
14 разрешить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разрешенный, βρ: -шен, -пгена, -о1. ρ.σ.μ.επιτρέπω, δίνω άδεια• αφήνω•разрешить беспрепятственный вход и выход επιτρέπω ελεύθερατην είσοδο και έξοδο•
разрешить пить вино επιτρέπωνα πιει κρασί.
2. λύνω, δίνω λύση•разрешить вопрос λύνω το ζήτημα•
разрешить спор λύνω τη διαφορά.
|| διευθετώ, διακανονίζω, επιλύω•разрешить противоречия επιλύω τις αντιθέσεις.
|| απαλλάσσω• αποδεσμεύω• απελευθερώνω•разрешить кого–нибудь от обязательства απαλλάσσω κάποιον από τις υποχρεώσεις.
3. (προστκ.) -й(те) επίτρεψε, επιτρέψτε•-йте пройти επιτρέψτε μου (αφήστεμε) να περάσω.
4. παλ. θεραπεύω, επαναφέρω (όραση, ακοή, ομιλία). || μτφ. λύνω•разрешить молчание λύω τη σιωπή.
1. λύνομαι•вопрос -йлся το ζήτημα λύθηκε.
|| διαλύομαι•сомнения -лись οι αμφιβολίες διαλύθηκαν.
2. περατώνομαι, τελειώνω•дело -лось η υπόθεσητέλειωσε.
|| τερματίζομαι, καταλήγω•болознь -лась кризисом η άρρωστεια κατέληξε σε κρίση.4. γεννώ, λευτερώνομαι•ока -ла.сь от бремени αυτή γέννησε (λευτερώθηκε από το κοιλιακό βάρος).
|| δημιουργώ, φτιάχνω (μετά από μακρές προσπάθειες). -
15 расход
-а α.1. δαπάνη, ξόδεμα• κατανάλωση•расход денег ξόδεμα χρημάτων•
расход материалов ξόδεμα υλικών•
расход боеприпасов κατανάλωση πυρομαχικών•
расход воды κατανάλωση νερού•
расход топлива κατανάλωση καύσιμης ύλης•
расход электрической энергии κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος.
2. έξοδο, δαπάνη•военные -ы στρατιωτικές δαπάνες•
-ы производства έξοδα παραγωγής•
непредвиденные -ы απρόβλεπτα έξοδα•
накладные -ы γενικά έξοδα•
мелкие -ы τα μικροέξοδα•
канцелярские -ы γραφικά έξοδα•
текущие -ы τα καθημερινά έξοδα•
деньги на карманные -ы το χαρτζιλίκι•
лишние -ы περιττά έξοδα•
внести в расход καταχωρώ (συμπεριλαβαίνω) στα έξοδα•
сократить -ы περιορίζω τα έξοδα•
покрыть -ы καλύπτω τα έξοδα•
записать в -ы εγγράφω στα έξοδα.
εκφρ.внести в расход – επιφέρω έλλειμμα•вывести (пустить) в расход кого – (απλ.) εκτελώ, τουφεκίζω. -
16 слепой
επ., βρ: слеп, -а, -о.1. τυφλός, αόμματος•слепой старик τυφλός γέρος•
совсем слепой τελείως τυφλός.
2. μτφ. άκριτος, παράλογος. -ое повиновение τυφλή υποταγή•-ое подражание δουλική απομίμηση.)| ουσ. ο τυφλός..
3. κουτουτσικος, λειψός• (απο)κο ιμισμένος.4. τυχαίος•слепой случай τυχαία σύμπτωση,
5. δυσδιάκριτος, ασαφής• δυσανάγνωστος•-ые буквы δυσανάγνωστα γράμματα•
-ая печать δυσδιάκριτη σφραγίδα.
6. που δεν έχει, έξοδο•-ая пещера τυφλή σπηλιά.
|| χωρίς παράθυρα•слепой этаж όροφος χωρίς παράθυρα.
εκφρ.довдь – ήλιος και βροχή•- ая кишка – το τυφλό έντερο.
См. также в других словарях:
έξοδο — το (Μ ἔξοδον) [έξοδος] το χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη («έξοδα δίκης, διατροφής») νεοελλ. φρ. 1. «βάνω στα έξοδα» γίνομαι αιτία να ξοδέψει κάποιος χρήματα 2. «μπαίνω στα έξοδα» παρασύρομαι σε δαπάνες 3. «οδοιπορικά… … Dictionary of Greek
έξοδο — το 1. χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη (συνήθ. στον πληθ., έξοδα). 2. φρ., «οδοιπορικά έξοδα», δαπάνη για υπηρεσιακά ταξίδια υπαλλήλων. 3. φρ., «δικαστικά έξοδα», δαπάνες που βαρύνουν τους διάδικους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τζαβέλας — Γράφεται και Τζαβέλλας. Επώνυμο σουλιώτικης φάρας πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν τόσο πριν την Επανάσταση, όσο και στη διάρκειά της. Σημαντικότεροι ήταν: 1. Γεώργιος. Δευτερότοκος γιος του Λάμπρου και αδελφός του Φώτου. Έπεσε ηρωικά το 1802 σε … Dictionary of Greek
Γουναράκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από το Μεσολόγγι. 1. Ανδρέας. Πήρε μέρος στις μάχες κατά τις πολιορκίες του Μεσολογγίου και σκοτώθηκε στην Έξοδο. 2. Απόστολος. Πήρε μέρος στις πολιορκίες και στην Έξοδο του Μεσολογγίου. 3. Δημήτριος. Σκοτώθηκε στην… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
Βαλτινός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανασούλας (Μεσολόγγι 1801 – Αθήνα 1877). Καταγόταν από την οικογένεια των Βαλτινών του Βάλτου. Επειδή ο πατέρας του Ιωάννης υπηρετούσε στην αυλή του Αλή πασά, ο Λεπενιώτης πέταξε στον Αχελώο τον μικρό του γιο Α.,… … Dictionary of Greek
Τσαγκαράκης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, η οποία καταγόταν από το Μεσολόγγι. 1. Δημήτριος. Έπεσε στην Έξοδο του Μεσολογγίου. 2. Ιωάννης. Έπεσε στην Έξοδο του Μεσολογγίου. 3. Θωμάς. Πήρε μέρος στις πολιορκίες και στην Έξοδο του Μεσολογγίου… … Dictionary of Greek
εξόδιος — ον (AM ἐξόδιος, ον) [έξοδος] 1. αυτός που αναφέρεται στην εκφορά νεκρού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξόδιον α) τραγούδι που παιζόταν με αυλό κατά την έξοδο τού χορού τής τραγωδίας β) εκφορά νεκρού, κηδεία, ξόδι μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξόδιον α) έξοδος … Dictionary of Greek
παραμόρφωση — Μεταβολή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο, το κάνω διαφορετικό, το κάνω αγνώριστο. Π. λέγεται και για τον άνθρωπο: «τα εγκαύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο», «είναι ανάπηρος και με παραμορφωμένα μέλη». Λέγεται και για γραπτά ή… … Dictionary of Greek
Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Γεννήθηκε στις Σπέτσες. Υπηρέτησε ναύκληρος σε διάφορα πλοία καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Το πλοίο του κατέστρεψε μια τουρκική κανονιοφόρο και συνέλαβε αρματωμένη μια άλλη. Ανδραγάθησε στην καταστροφή… … Dictionary of Greek