Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κόνδῠλ-ος

См. также в других словарях:

  • κοντύλι — και κονδύλι και κονδύλιο(ν), το (Μ κονδύλι[ν]) 1. γραφικός κάλαμος 2. πινέλο ζωγράφου νεοελλ. 1. η γραφίδα από σχιστόλιθο με την οποία έγραφαν στο αβάκιο στην πλάκα οι μαθητές 2. το χρηματικό ποσό που διατίθεται για ορισμένη δαπάνη ή που… …   Dictionary of Greek

  • acondylous — acondylous, a. Nat. Hist. (əˈkɒndɪləs) [f. Gr. ἀ priv. + κόνδυλ ος a joint + ous.] Not jointed. In Mayne …   Useful english dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»