-
1 κονδυλ-ώδης
κονδυλ-ώδης, ες, wie eine harte Geschwulst, geschwollen, Medic.
-
2 κονδυλίζω
A strike with the fist, Hyp.Fr.98 ([voice] Act. and [voice] Pass.), Aristid.2.95 J.: metaph., maltreat, oppress, ; εἰς κεφαλὰς πτωχῶν ib.Am.2.7; alsoαὑτὴν εἰς ἀνάμνησιν κ. Lib.Decl.26.20
:—[voice] Pass., ὑπὸ συνηθείας ἀεὶ κεκονδυλισμένος inured to buffetings, Longin.44.4, cf. D.L.2.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονδυλίζω
-
3 κονδύλιον
II Dim. of κόνδυλος, f.l. in Axionic.6.3 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονδύλιον
-
4 κονδυλισμός
κονδῠλ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονδυλισμός
-
5 κονδυλιστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονδυλιστής
-
6 κονδυλοειδής
κονδῠλ-οειδής, ές,A = κονδυλώδης, ἐξοχαί Ruf.Oss. 15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονδυλοειδής
-
7 κονδυλόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονδυλόομαι
-
8 κόνδυλος
κόνδῠλ-ος, ὁ,A knuckle, Arist.HA 493b28: pl., Hp.Art.2; κονδύλοις ἡρμοττόμην (v.ἁρμόζω 1.4
);κονδύλοις νουθετεῖν τινα Ar.V. 254
: so in sg., ib. 1503;δοῦναι κόνδυλόν τινι Plu.2.439d
; κονδύλους αὐτῷ δείδι ([etym.] δίδου) POxy.1185.12 (ii/iii A.D.);κονδύλῳ καθικέσθαι τινός Plu.Alc.7
, etc.; κονδύλοις [πατάξαι], opp. ἐπὶ κόρρης (a slap in the face), D.21.72: prov., κολλύραν καὶ κόνδυλον ὄψον ἐπ' αὐτῇ pudding and knuckle-sauce to it, i.e. a good thrashing, Ar. Pax 123, ubi v. Sch.;λόγον ἔχειν τοῦ κ. προχειρότερον Plu.Cat.Mi.1
; νὴ τοὺς κ. οὓς ἠνεσχόμην, Com. oath, Ar.Eq. 411.II generally, knuckle of any joint, as of the humerus, Gal.18(2).617; of the humerus and elbow, Poll.2.141; of the finger (middle joint), Ruf.Onom. 84;ποδός Luc.Ocyp.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόνδυλος
-
9 κονδυλώδης
κονδῠλ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονδυλώδης
-
10 κονδύλωμα
A knob, callous lump, Hp.Haem.4,5, Dsc.Eup.1.209, Gal.13.533.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονδύλωμα
-
11 κονδύλωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονδύλωσις
-
12 κονδυλωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονδυλωτός
-
13 κονδυλώδης
κονδυλ-ώδης, ες, wie eine harte Geschwulst, geschwollen -
14 κοντυλ-
см. κονδυλ\
См. также в других словарях:
κοντύλι — και κονδύλι και κονδύλιο(ν), το (Μ κονδύλι[ν]) 1. γραφικός κάλαμος 2. πινέλο ζωγράφου νεοελλ. 1. η γραφίδα από σχιστόλιθο με την οποία έγραφαν στο αβάκιο στην πλάκα οι μαθητές 2. το χρηματικό ποσό που διατίθεται για ορισμένη δαπάνη ή που… … Dictionary of Greek
acondylous — acondylous, a. Nat. Hist. (əˈkɒndɪləs) [f. Gr. ἀ priv. + κόνδυλ ος a joint + ous.] Not jointed. In Mayne … Useful english dictionary