Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ιδι

См. также в других словарях:

  • -ίδι — (I) υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ίδιον, πρβλ. βο ΐδιον >βό (ϊ)δι, παιχν ίδιον > παιχν ίδι, βαρ ίδιον > βαρ ίδι, δακτυλ ίδιον > δακτυλ ίδι κ.ά. Η κατάλ. ίδιον αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • ἴδι' — ἴδιο , εἶδον see aor imperat mid 2nd sg (doric) ἴδια , ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl ἴδια , ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl ἴδιε , ἴδιος one s own masc voc sg ἴδιε , ἴδιος one s own masc/fem voc sg ἴδιαι , ἴδιος one s own fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίδι — (I) το συνεχής κανονιοβολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (Ι) + κατάλ. ίδι (II)* (πρβλ. μπουν ίδι, τουφεκ ίδι)]. (II) το κανόνι (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (ΙΙ) + κατάλ. ίδι (Ι)* (πρβλ. παιχν ίδι, στασ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • καψίδι — και καψίδιασμα, το νοσηρή φλόγωση τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψις + κατάλ. ίδι (< ίδιον), πρβλ. κοψ ίδι, ξεφτ ίδι. Το καψίδιασμα < καψιδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • κοψίδι — το 1. μικρό κομμάτι, συνήθως άχρηστο, που έχει αποκοπεί, απόκομμα 2. μικρό κομμάτι κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόψη + υποκορ. κατάλ. ίδι (πρβλ. βαλαν ίδι, λεπ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • κυνηγίδι — το (χωρίς πληθ.) συνεχής καταδίωξη, έντονο κυνηγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνήγι + κατάλ. ίδι (πρβλ. γροθ ίδι, τουφεκ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • λιμαρίδι — το ξύσμα που βγαίνει από το λιμάρισμα, τα ρινίσματα από το λιμάρισμα μετάλλου ή ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμάρω + περιληπτ. κατάλ. ίδι (πρβλ. ροκαν ίδι, σκουπ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • μοιασίδι — το 1. χαρακτηριστικό σημείο στο οποίο μοιάζουν δύο πρόσωπα ή δύο πράγματα («τα μοιασίδια τού προσώπου») 2. ομοιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. μοιασ ίδι < θ. μοιάσ τού μοιάζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. βρισ ίδι] …   Dictionary of Greek

  • μπουνίδι — το γρονθοκόπημα, πολλές συνεχείς και αλλεπάλληλες γροθιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουνιά + επίθημα ίδι, δηλωτικό πλήθους (πρβλ. βρισ ίδι, κανον ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • ξεκουμπίδια — επίρρ. άδειασέ μας τη γωνιά, ξεκουμπίσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεκουμπίζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. πιστολ ίδι, σκουπ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • πιστολίδι — το, Ν (με περιλπτ. σημ.) συμπλοκή με πολλές και απανωτές πιστολιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστόλι + κατάλ. ίδι (πρβλ. κανον ίδι, τουφεκ ίδι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»