-
1 ίδι'
ἴδιο, εἶδονsee: aor imperat mid 2nd sg (doric)ἴδια, ἴδιοςone's own: neut nom /voc /acc plἴδια, ἴδιοςone's own: neut nom /voc /acc plἴδιε, ἴδιοςone's own: masc voc sgἴδιε, ἴδιοςone's own: masc /fem voc sgἴδιαι, ἴδιοςone's own: fem nom /voc plἴ̱διε, ἰδίωsweat: imperf ind act 3rd sgἴ̱διε, ἰδίωsweat: pres imperat act 2nd sgἴ̱διε, ἰδίωsweat: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 ἴδι'
ἴδιο, εἶδονsee: aor imperat mid 2nd sg (doric)ἴδια, ἴδιοςone's own: neut nom /voc /acc plἴδια, ἴδιοςone's own: neut nom /voc /acc plἴδιε, ἴδιοςone's own: masc voc sgἴδιε, ἴδιοςone's own: masc /fem voc sgἴδιαι, ἴδιοςone's own: fem nom /voc plἴ̱διε, ἰδίωsweat: imperf ind act 3rd sgἴ̱διε, ἰδίωsweat: pres imperat act 2nd sgἴ̱διε, ἰδίωsweat: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 ἰδι-ωφελής
ἰδι-ωφελής, ές, im Ggstz von κοινωφελής, besonderen Nutzen bringend, oder eigennützig, Sp.
-
4 ἰδι-ώνυμος
ἰδι-ώνυμος, mit eigenem Namen, Rhett.
-
5 Γαλαξ(ε)ίδι(ον)
το г. Галжи йдион (Центр. Греция) -
6 Γαλαξ(ε)ίδι(ον)
το г. Галжи йдион (Центр. Греция) -
7 Γαλαξ(ε)ίδι(ον)
το г. Галжи йдион (Центр. Греция) -
8 Γαλαξ(ε)ίδι(ον)
το г. Галжи йдион (Центр. Греция) -
9 φθειασ(ε)ίδι
το см. φκιασίδι -
10 φθειασ(ε)ίδι
το см. φκιασίδι -
11 ἰδιαίτερος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιαίτερος
-
12 ἰδίωμα
A peculiarity, specific property, unique feature, Epicur.Ep.1p.25U., Stoic.2.25, etc.; τὰ τῶν χρωμάτων ἰ. Epicur.Ep.2p.51U.;τῆς πολιτείας Plb.2.38.10
; (ii A.D.);τὸ καθ' αὑτὸν ἰ. τηρεῖν Plb.2.59.2
; τὰ περὶ τὴν χώραν, περὶ αὐτοὺς ἰ., Id.2.14.3, 6.3.3; τὸ ἐξαίρετόν τινος ἰ. A.D.Synt.15.19; ἀγαθότητος ἰ. Procl.Inst. 133;ὕλης Id.Theol.Plat.5.35
; property, φαρμάκου Heras ap.Gal.13.785, cf. Dsc.1.71; of the properties of numbers, Theol.Ar.5,al.;τὸ ἰ. τοῦ ἑνός Dam.Pr.5
: special subject,τῆς πραγματείας Sor.1.126
. -
13 ἰδιαζόντως
A in a special or peculiar way, Stoic.3.94, D.S.19.99, S.E.P.1.182, Cod.Just.1.3.35.3, etc.; separately, opp. κοινῇ, Sammelb.7033.53 (v A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιαζόντως
-
14 ἰδιάζω
A to be alone, Hdn. 4.12.7, 7.6.7, D.C.66.9;ἰδιάζουσαι Herod.6
tit.; δωμάτιον ἰδιάζον secluded, Hld.7.12; ἰ. πρός τινα to be alone with.., ib.25; ἰ. θεῷ to be alone with God, Ph.1.95; ἰ. πράγματι devote oneself to a thing, Com.Adesp.414:—so in [voice] Med., of members of a chorus, sing independently, Arist.Pr. 922a35.II to be peculiar,ἰδιάζοντα γένη λίθων Phld. Sign.28
, cf. Jul.Gal. 143a;ἰ. τῇ φύσει D.S.2.58
;ἰδιάζουσα φύσις Id.3.46
, Hld.2.28;ἰδιάζον συμπόσιον Ath.1.12a
; αἱ ἰδιάζουσαι ἀρχαί special principles, Dam.Pr. 134; of drugs, ἰδιάζων special, superior, Dsc.1.14;ἃ ἂν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα S.E.M.7.133
; ἰ. τινί to be peculiarly adapted to.., Ael.NA6.19; βωμὸς τῷ Διονύσῳ ἰδιάζων appropriated to D., Hld.10.6: c. gen., to be the property of, J.AJ16.7.3.b ἡ -άζουσα θερμασία its proper heat, Herod.Med. ap. Orib.5.30.12.2 Gramm., to be peculiar to an individual,τὰ κτητικὰ -άζει κατὰ τὸν κτήτορα A.D. Pron.105.4
, cf. Synt.128.13, al.:—so in [voice] Med., [ὁ βασιλεὺς] μᾶλλον -άζεται τοῦ Πτολεμαίου ib.84.20. -
15 ἰδιασμός
ἰδῐ-ασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιασμός
-
16 ἰδιαστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιαστής
-
17 ἰδιώνυμος
ἰδι-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιώνυμος
-
18 ἰδίωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδίωσις
-
19 ἰδιώνυμος
-
20 ἰδιωφελής
ἰδι-ωφελής, ές, im Ggstz von κοινωφελής, besonderen Nutzen bringend, oder eigennützig
См. также в других словарях:
-ίδι — (I) υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ίδιον, πρβλ. βο ΐδιον >βό (ϊ)δι, παιχν ίδιον > παιχν ίδι, βαρ ίδιον > βαρ ίδι, δακτυλ ίδιον > δακτυλ ίδι κ.ά. Η κατάλ. ίδιον αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή… … Dictionary of Greek
ἴδι' — ἴδιο , εἶδον see aor imperat mid 2nd sg (doric) ἴδια , ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl ἴδια , ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl ἴδιε , ἴδιος one s own masc voc sg ἴδιε , ἴδιος one s own masc/fem voc sg ἴδιαι , ἴδιος one s own fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονίδι — (I) το συνεχής κανονιοβολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (Ι) + κατάλ. ίδι (II)* (πρβλ. μπουν ίδι, τουφεκ ίδι)]. (II) το κανόνι (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (ΙΙ) + κατάλ. ίδι (Ι)* (πρβλ. παιχν ίδι, στασ ίδι)] … Dictionary of Greek
καψίδι — και καψίδιασμα, το νοσηρή φλόγωση τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψις + κατάλ. ίδι (< ίδιον), πρβλ. κοψ ίδι, ξεφτ ίδι. Το καψίδιασμα < καψιδιάζω] … Dictionary of Greek
κοψίδι — το 1. μικρό κομμάτι, συνήθως άχρηστο, που έχει αποκοπεί, απόκομμα 2. μικρό κομμάτι κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόψη + υποκορ. κατάλ. ίδι (πρβλ. βαλαν ίδι, λεπ ίδι)] … Dictionary of Greek
κυνηγίδι — το (χωρίς πληθ.) συνεχής καταδίωξη, έντονο κυνηγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνήγι + κατάλ. ίδι (πρβλ. γροθ ίδι, τουφεκ ίδι)] … Dictionary of Greek
λιμαρίδι — το ξύσμα που βγαίνει από το λιμάρισμα, τα ρινίσματα από το λιμάρισμα μετάλλου ή ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμάρω + περιληπτ. κατάλ. ίδι (πρβλ. ροκαν ίδι, σκουπ ίδι)] … Dictionary of Greek
μοιασίδι — το 1. χαρακτηριστικό σημείο στο οποίο μοιάζουν δύο πρόσωπα ή δύο πράγματα («τα μοιασίδια τού προσώπου») 2. ομοιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. μοιασ ίδι < θ. μοιάσ τού μοιάζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. βρισ ίδι] … Dictionary of Greek
μπουνίδι — το γρονθοκόπημα, πολλές συνεχείς και αλλεπάλληλες γροθιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουνιά + επίθημα ίδι, δηλωτικό πλήθους (πρβλ. βρισ ίδι, κανον ίδι)] … Dictionary of Greek
ξεκουμπίδια — επίρρ. άδειασέ μας τη γωνιά, ξεκουμπίσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεκουμπίζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. πιστολ ίδι, σκουπ ίδι)] … Dictionary of Greek
πιστολίδι — το, Ν (με περιλπτ. σημ.) συμπλοκή με πολλές και απανωτές πιστολιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστόλι + κατάλ. ίδι (πρβλ. κανον ίδι, τουφεκ ίδι)] … Dictionary of Greek