-
1 κολυμβάω
A dive, plunge headlong,εἰς τὸν Τάρταρον Pherecr.108.21
;εἰς τὰ φρέατα Pl.Prt. 350a
, cf. La. 193c, Str.17.1.44, etc.;εἰς κολυμβήθραν μύρου Alex.300
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολυμβάω
-
2 κολύμβαινα
κολύμβ-αινα, ἡ,A = κολύβδαινα, Archig. ap. Gal.13.174.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολύμβαινα
-
3 κολυμβάς
A swimming, i.e. pickled in brine, Diph.Siph. ap. Ath.2.56b, PSI5.535.27 (iii B.C.), cf. Call.Iamb.1.273, Gal.6.609, al.II as Subst.,1 = κολυμβίς, Ath.9.395e.2 a shrub, = στοιβή, Gal.14.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολυμβάς
-
4 κολύμβατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολύμβατος
-
5 κολυμβήθρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολυμβήθρα
-
6 κολύμβησις
A fishery, Peripl.M.Rubr.35 (pl.), 58, Sch.Ptol.Geog.6.7.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολύμβησις
-
7 κολυμβητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολυμβητέον
-
8 κολυμβητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολυμβητήρ
-
9 κολυμβητής
II one who draws water from a well, Hsch. (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολυμβητής
-
10 κολυμβητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολυμβητικός
-
11 κολυμβιστής
A = -ητής, Sch.Opp.H.1.173.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολυμβιστής
-
12 κολυμβίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολυμβίς
-
13 κολυμβιτεύω
A plunge into a tank, PMasp.9ii30 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολυμβιτεύω
-
14 κόλυμβος
κόλυμβ-ος, ὁ,II = κολύμβησις, ἅμιλλα κολύμβου Paus.2.35.1, cf.Str. 16.2.42, AP9.82 (Antip. Thess.), Plu.2.162f (pl.), Herod.Med. ap. Orib.10.39.3, Antyll.ib.6.27.4, X.Ep.3.2.2 = κολυμβήθρα 1, Hero *Mens.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόλυμβος
-
15 κολυμπ-
см. κολυμβ\ -
16 κομάω
A let the hair grow long,Ἄβαντες ὄπιθεν κομόωντες Il.2.542
; , al.;κ. τὴν κεφαλήν Hdt.4.168
; τὰ ὀπίσω κ. τῆς κεφαλῆς ib. 180; τὰ ἐπὶ δεξιὰ τῶν κεφαλέων κ. ib. 191;τὸ γένειον τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κ. X.Smp.4.28
;ξανθοτάτοις βοτρύχοισι κ. Pherecr.189
;ἄρσεσιν οὐκ ἐπέοικε κ. Ps.-Phoc.212
;Λακεδαιμόνιοι.. οὐ γὰρ κομῶντες πρὸ τούτου ἀπὸ τούτου κομᾶν Hdt.1.82
, cf. Arist.Rh. 1367a29, Philostr.VA3.15;ἐλακωνομάνουν ἅπαντες.., ἐκόμων Ar.Av. 1282
; μὴ φθονεῖθ' ἡμῖν (sc. τοῖς ἱππεῦσι) ;κομῶν καὶ αὐχμηρός Arist.Rh. 1413a9
, cf. D.H.6.26; ἔνορκον ἂν ποιησαίμην μὴ πρότερον κομήσειν (in token of a vow) πρίν .. Pl.Phd. 89c;ἀνὴρ μὲν ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι· γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν 1 Ep.Cor.11.14
-15.2 plume oneself, give oneself airs, , cf. Pl. 170; οὗτος ἐπὶ τυραννίδι ἐκόμησε aimed at the monarchy, Hdt.5.71; ἐπὶ τῷ κομᾷς; on what do you plume yourself? Ar.V. 1317;μηδὲν ταύτῃ γε κομήσῃς Id.Pl. 572
;κ. ἐπὶ κάλλει Plu.Caes.45
, cf. Luc.Nigr.1; ἐπ' Ἠρίννῃ κ., of her lover, AP11.322 (Antiphan.): c.dat., Opp.C.3.192.II of horses,χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Il.8.42
, 13.24.III of the hair itself, to be long, Opp.C.3.28.IV metaph., of trees, plants, etc., [οὖθαρ ἀρούρης] μέλλεν ἄφαρ ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσιν soon were the fields to wave with long ears, h.Cer. 454;μᾶζαι βώλοις κομῶσαι Cratin.165
;ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ' ἀρκεύθοισι κομάσαι Theoc.1.133
, cf. 4.57;αἴγειρος φύλλοισι κομόωσα A.R.3.928
;ὄρος κεκομημένον ὕλῃ Call.Dian. 41
;ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Arist.Mu. 397a24
, cf. Ael.Fr.75;κομῶντα λήϊα Procop.Gaz.Ep.23
.V ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Arat. 1092.
См. также в других словарях:
ιμανήθρη — ἱμανήθρη, ἡ (Α) ιμονιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ιμάς, άντος (βλ. ιμάντας) και προέρχεται πιθ. από *ἱμανῶ < *ἵμων (πρβλ. ιμονιά). Εμφανίζει επίθημα η θρα (< επίθημα θρον / θρα παρεκτεταμένο με η ), πρβλ. δακτυλ ήθρα, κολυμβ ήθρα] … Dictionary of Greek
καντηλήθρα — η μικρό μεταλλικό στήριγμα για το φιτίλι τού καντηλιού που με τη βοήθεια φελλού πλέει στο λάδι ή στηρίζεται στα χείλη τού δοχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καντήλι + κατάλ. ήθρα (παρεκτεταμένη μορφή τού επιθήματος θρα), πρβλ. δακτυλ ήθρα, κολυμβ ήθρα] … Dictionary of Greek
κουκουλήθρα — η ό,τι απομένει από το κουκούλι μετά την αφαίρεση τού μεταξιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουκούλι + κατάλ. ήθρα (παρεκτεταμένη μορφή τού επιθήματος θρα), πρβλ. δακτυλ ήθρα, κολυμβ ήθρα] … Dictionary of Greek
λώθρα — η 1. το οξύ μέρος τών καρφιών, το οποίο αποκόπτει και πετάει ο πεταλωτής, αφού καρφώσει το πέταλο στην οπλή τών ίππων, τών όνων ή τών ημιόνων 2. μτφ. πράγμα άχρηστο ή ευκαταφρόνητο, ανάξιο προσοχής 3. φρ. α) «να μη μείνει λώθρα» (λέγεται ως… … Dictionary of Greek
μολυβήθρα — η·1. τεμάχιο μολύβδου, βαρίδι, που προσαρμόζεται στο άκρο τής ορμιάς και στη βάση τών διχτιών για ευχερέστερη καταβύθιση στο νερό 2. το βαρίδι τής στάθμης τών χτιστών 3. η καντηλήθρα 4. μολύβδινο έλασμα με το οποίο περιέβαλλαν τον πυριτόλιθο στα… … Dictionary of Greek
ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… … Dictionary of Greek
ρωποπερπερήθρα — ἡ, ΜΑ χυδαία και ανόητη φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή αντικείμενα» + πέρπερος «λογάς» + επίθημα ήθρα (πρβλ. κολυμβ ήθρα)] … Dictionary of Greek
στωμυλήθρα — και στωμυλλήθρα, ἡ, Α στωμυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στωμύλος «φλύαρος, εύγλωττος» + επίθημα (ή)θρα (πρβλ. ἀλινδ ήθρα, κολυμβ ήθρα). Κατά μία άποψη, στη φρ. στωμυλῆθραι δαιταλεῖς, ο τ. απαντά ως επίθ. πιθ. για σκωπτικούς λόγους. Κατ άλλους, ο τ.… … Dictionary of Greek