-
1 κολυμβήθρα
κολυμβήθρᾱ, κολυμβήθραplace for diving: fem nom /voc /acc dualκολυμβήθρᾱ, κολυμβήθραplace for diving: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————κολυμβήθρᾱͅ, κολυμβήθραplace for diving: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 κολυμβήθρα
κολυμβήθρα κ. κολυμπήθρα ηкупель – специальная большая чаша, предназначенная для крещения детей и взрослых;ΦΡ.κολυμβήθρα τού Σιλωάμ — Силоамская купель (упоминается несколько раз в Священном Писании у евангелистов Иоанна и Луки)Этим.< дргр. κολυμβώ «нырять, погружаться»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κολυμβήθρα
-
3 κολυμβήθρα
κολυμβήθρα, ας, ἡ (s. κολυμβάω; Pla. et al.; Diod S 4, 78, 1; 11, 25, 4; Jos., Ant. 9, 239; 15, 54; POxy 147, 2; LXX) pool, swimming-pool (used for bathing: Ael. Aristid. 48, 21 K.=24 p. 470 D.). Of Bethzatha (s. Βηθζαθά and s. JJeremias, D. Wiederentdeckung von Bethesda ’49) J 5:2, 3 (4) v.l., 7; Siloam 9:7, 11 v.l. (2 Esdr 13:15 S κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ).—DELG s.v. κόλυμβος. M-M. -
4 κολυμβήθρα
κολυμβήθρα, ἡ, Ort zum Untertauchen, zum Baden; Plat. Rep. V, 453 d; κολυμβᾶν εἰς κολυμβήϑραν μύρου Alexis bei Ath. I, 18 c; Sp., wie D. Sic. 4, 78. 11, 25.
-
5 κολυμβηθρα
-
6 κολυμβήθρα
κολυμβήθρα, ἡ, Ort zum Untertauchen, zum Baden -
7 κολυμβήθρᾳ
Βλ. λ. κολυμβήθρα -
8 κολυμβήθρα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κολυμβήθρα
-
9 κολυμβήθρα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κολυμβήθρα
-
10 κολυμβήθρα
η церк, купель -
11 κολυμβήθρα
купальня, бассейн.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κολυμβήθρα
-
12 κολυμβήθρα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κολυμβήθρα
-
13 κολυμβήθρα
-ας + ἡ N 1 0-1-5-4-0=10 2 Kgs 18,17; Is 7,3; 22,9.11; 36,2reservoir, cistern 2 Kgs 18,17; pool, swimming pool Neh 2,14 -
14 κολυμβήθρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολυμβήθρα
-
15 κολυμβήθρας
κολυμβήθρᾱς, κολυμβήθραplace for diving: fem acc plκολυμβήθρᾱς, κολυμβήθραplace for diving: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 κολυμβήθραι
κολυμβήθρᾱͅ, κολυμβήθραplace for diving: fem dat sg (attic doric aeolic) -
17 κολυμβήθραν
κολυμβήθρᾱν, κολυμβήθραplace for diving: fem acc sg (attic doric aeolic) -
18 κολυμπήθρα
κολυμβήθρα κ. κολυμπήθρα ηкупель – специальная большая чаша, предназначенная для крещения детей и взрослых;ΦΡ.κολυμβήθρα τού Σιλωάμ — Силоамская купель (упоминается несколько раз в Священном Писании у евангелистов Иоанна и Луки)Этим.< дргр. κολυμβώ «нырять, погружаться»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κολυμπήθρα
-
19 κολυμβήθραις
κολυμβήθραplace for diving: fem dat pl -
20 Σιλωάμ
Σιλωάμ, ὁ indecl. (שִׁלֹחַ; masc.: Is 8:6 τὸ ὕδωρ τοῦ Σιλωάμ; 2 Esdr 13:15 S κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ; ViIs 2:4 [p. 69, 5 and 10 Sch.]; but fem.: Jos., Bell. 5, 505 τὴν Σιλωάμ.—Elsewh. Jos. usu. has declinable forms: τοῦ Σιλωᾶ Bell. 2, 340; 6, 363; ἡ Σιλωά, ᾶς, ᾷ, άν 5, 140; 145 [τὴν Σιλωὰν πηγήν]; 252, 410; 6, 401.—B-D-F §56, 4; s. Rob. 95) Siloam, name of a water supply system in Jerusalem, through which the water of the spring Gihon became available for the Fortress of David. ἡ κολυμβήθρα τοῦ Σ. the pool of Siloam was prob. the basin into which the water was conducted J 9:7; cp. vs. 11.—Vincent/Abel, Jérus.: (s. Ἱεροσόλυμα 1b) II chap. 34 §2; GDalman, Jerus. u. s. Gelände 1930, 386 (index); CKopp, The Holy Places of the Gospels tr. RWalls, ’63, 314–20; RBrown, AB ad loc.—ὁ πύργος ἐν τῷ Σ. the tower near the pool of Siloam Lk 13:4.—BHHW III 1715. M-M.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κολυμβήθρα — κολυμβήθρᾱ , κολυμβήθρα place for diving fem nom/voc/acc dual κολυμβήθρᾱ , κολυμβήθρα place for diving fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβήθρᾳ — κολυμβήθρᾱͅ , κολυμβήθρα place for diving fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβήθρα — κολυμβήθρα, η και κολυμπήθρα, η ιερό σκεύος, μέσα στο οποίο βαφτίζονται οι χριστιανόπαιδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολυμβήθρα — Ανοιχτή δεξαμενή νερού, που κατά την αρχαιότητα χρησίμευε για λουτρό (κ. του Σιλωάμ) ή για κολύμβηση (κ. των αρχαίων ελληνικών γυμναστηρίων για την εκγύμναση των αθλητών)· ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή πισίνα. Στην Εκκλησία, κ. ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
κολυμβήθρας — κολυμβήθρᾱς , κολυμβήθρα place for diving fem acc pl κολυμβήθρᾱς , κολυμβήθρα place for diving fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβήθραι — κολυμβήθρᾱͅ , κολυμβήθρα place for diving fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβήθραν — κολυμβήθρᾱν , κολυμβήθρα place for diving fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβηθρῶν — κολυμβήθρα place for diving fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβῆθραι — κολυμβήθρα place for diving fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβήθραις — κολυμβήθρα place for diving fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek