-
1 κωφοτης
-
2 κωφότης
κωφότηςdeafness: fem nom sg -
3 κωφότης
A deafness, Hp.Epid.3.17.ζ, Pl.Alc.1.126b, Plu.2.167c; dullness of hearing, ib.38b: metaph., D.19.226, Phld.Rh.2.118S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωφότης
-
4 κωφότητα
κωφότηςdeafness: fem acc sg -
5 κωφότητας
κωφότηςdeafness: fem acc pl -
6 κωφότητες
κωφότηςdeafness: fem nom /voc pl -
7 κωφότητι
κωφότηςdeafness: fem dat sg -
8 κωφότητος
κωφότηςdeafness: fem gen sg -
9 κωφεία
κωφεία, ἡ, = κωφότης, Sp.
-
10 ἀν-ηκοΐα
-
11 σκοτος
ὅ, атт. тж. σκότος - εος τό1) темнота, тьма, мрак Hom., Pind.ἐν σκότει Xen. — во тьме, ночью;
βλέπειν σκότον Soph. — видеть тьму, т.е. быть слепым;σκότον δεδορκώς Eur. — слепой;σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων Arst. — потемнение в глазах2) смертная тень, смерть(τὸν δὲ σ. ὄσσε κάλυψεν Hom.)
σκότῳ θανεῖν Eur. — быть похищенным смертью3) подземный мир, царство тьмы Trag.4) глубь, недра5) перен. тьма, тайнаδόλον σκότῳ κρύψας Soph. — скрыв (свою) хитрость;
ἐν σκότῳ и κατὰ σκότον Soph., ὑπὸ σκότῳ Aesch. и ὑπὸ σκότου Xen. — в темноте, втайне6) неизвестность7) непонятность, неясность(ἀπορία καὴ σ. Plat.)
8) духовная темнота, неведение(κωφότης καὴ σ. Dem.)
-
12 глухота
глухотаж ἡ κουφαμάρα, ἡ κωφότης. -
13 κωφός
Grammatical information: adj.Compounds: Compp., e.g. ὑπό-κωφος `hardhearing' (IA.).Derivatives: κωφότης `deafness' (IA.), κωφεύς `deaf man' (Call.), κωφίας m. kind of snake = τυφλίας (Ael., H.); κωφεύω `be silent' (LXX), κωφάομαι, - άω `get blunt etc., resp. make' (Clearch., Opp.), κωφῆσαι κολοῦσαι, κώφησις κόλουσις H.; κωφόομαι, - όω `get silent, deaf, make' with κώφωμα, - ωσις (Hp.).Origin: IE [Indo-European]X [probably]Etymology: Connected with κηφήν, κεκαφηότα; s. vv; would be * keh₂bʰ-, koh₂bʰ-, kh₂bʰ- if IE, but there is no IE comparandum.Page in Frisk: 2,64Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κωφός
-
14 Deafness
subs.P. κωφότης, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Deafness
-
15 Dulness
subs.Of the mind: P. βλακεία, ἡ, νώθεια, ἡ, δυσμάθεια, ἡ, ἀναισθησία, ἡ, P. and V. ἀμαθία, ἡ; see Stupidity.Deafness: P. κωφότης, ἡ.Irksomeness: P. and V. δυσχέρεια, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dulness
См. также в других словарях:
κωφότης — deafness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφότητα — κωφότης deafness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφότητας — κωφότης deafness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφότητες — κωφότης deafness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφότητι — κωφότης deafness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφότητος — κωφότης deafness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφός — ή, ό (Α κωφός, ή, όν) 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός (α. «ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται», Αριστοτ. β. «νοῡς ὁρῆ καὶ νοῡς ἀκούει τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά», Επιχ.) 2. άηχος, αθόρυβος («κῡμα μέλαν κῶφόν τε καὶ ἄβρομον», Απολλ … Dictionary of Greek
κωφότητα — η (AM κωφότης, ητος) [κωφός] 1. έλλειψη ακοής, κουφαμάρα 2. μτφ. αδιαφορία, αμέλεια («τοσαύτην κωφότητα καὶ τοσοῡτο σκότος παρ ὑμῶν ἀπαντᾱν», Δημοσθ.) 3. μτφ. νωθρότητα αρχ. αδυναμία τής ακοής, βαρηκοΐα … Dictionary of Greek