-
1 κωνοφορος
-
2 κωνοφόρος
κωνοφόροςproduce by means of conic sections: masc /fem nom sg -
3 κωνοφόρος
ος, ο[ν] хвойный -
4 κωνοφόρος
κωνο-φόρος, Zapfen tragend, wie die Kiefern u. ähnliche Bäume -
5 κωνοφόρος
kozalaklı ağaç -
6 κωνοφόρος
coniferousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κωνοφόρος
-
7 coniferous
κωνοφόρος -
8 κωνοφόρον
κωνοφόροςproduce by means of conic sections: masc /fem acc sgκωνοφόροςproduce by means of conic sections: neut nom /voc /acc sg -
9 κωνοφόροι
κωνοφόροςproduce by means of conic sections: masc /fem nom /voc pl -
10 κωνοφόρου
κωνοφόροςproduce by means of conic sections: masc /fem /neut gen sg -
11 κωνοφόρων
κωνοφόροςproduce by means of conic sections: masc /fem /neut gen pl -
12 хвойный
хвойный κωνοφόρος· \хвойный лес το δάσος κωνοφόρων δέντρων* * *хво́йный лес — το δάσος κωνοφόρων δέντρων
-
13 cunifer
cūnifer = κωνοφόρος, vulg. = conifer, Zapfen tragend, Gloss. II, 357, 46.
-
14 θυρσος
ὅ (в Anth. pl. тж. τὰ θύρσα) тирс (вакхический жезл, увитый плющем и виноградом и увенчанный сосновой шишкой)(θ. κωνοφόρος Anth.; θύρσῳ κροτεῖν γῆν Eur.; ὄφεις περιελιττόμενοι τοῖς θύρσοις Plut.)
-
15 хвойный
бот. κωνοφόρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хвойный
-
16 хвойный
хвойн||ыйприл κωνοφόρος:\хвойный лес δάσος κωνοφόρων δένδρων \хвойныйые.деревья τά κωνοφόρα δένδρα· ◊ \хвойныйые ванны μπάνια μέ φύλλα κωνοφόρων. -
17 cunifer
cūnifer = κωνοφόρος, vulg. = conifer, Zapfen tragend, Gloss. II, 357, 46. -
18 coniferous
adjective (cone-bearing.) κωνοφόρος -
19 хвойный
[χβόϊνυϊ] εκ. κωνοφόρος -
20 хвойный
[χβόϊνυϊ] επ κωνοφόρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κωνοφόρος — produce by means of conic sections masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωνοφόρος — ο, θηλ. και α (Α κωνοφόρος, ον) 1. αυτός που έχει ή παράγει κώνους 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κωνοφόρος το πεύκο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βοτ. τα κωνοφόρα η κυριότερη κατηγορία γυμνόσπερμων φυτών η οποία ανήκει στην κλάση κωνιφερόφυτα και… … Dictionary of Greek
κωνοφόρος — α, ο τα δένδρα που ο καρπός τους είναι κώνος, τα δέντρα που παράγουν κώνους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωνοφόρον — κωνοφόρος produce by means of conic sections masc/fem acc sg κωνοφόρος produce by means of conic sections neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωνοφόροι — κωνοφόρος produce by means of conic sections masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωνοφόρου — κωνοφόρος produce by means of conic sections masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωνοφόρων — κωνοφόρος produce by means of conic sections masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek
κροτωνοφόρος — κροτωνοφόρος, ον (Α) (για γη) αυτή που παράγει τα φυτά τού γένους κρότωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροτών + συνδετικό φωνήεν ο + φόρος (< φέρω), πρβλ. κωνοφόρος, οπωρο φόρος] … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek