-
1 κωμῳδό-γελως
κωμῳδό-γελως, ωτος, ὁ, = κωμῳδός, Phalaec. 2 (XIII, 6).
-
2 κωμῳδόγελως
A = κωμῳδός, AP13.6 (Phal.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωμῳδόγελως
-
3 κωμωδογελως
См. также в других словарях:
κλαυσίγελως — ο (Α κλαυσίγελως, έλωτος) 1. γέλιο ανάμικτο με κλάματα, κλάμα από χαρά, το να κλαίει και να γελά κάποιος ταυτόχρονα («κλαυσίγελως εἶχε πάντας», Ξεν.) 2. παρωνύμιο τής εταίρας Φρύνης, στον Αθήναιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις)… … Dictionary of Greek