-
1 κωμήτωρ
-
2 κωμήτωρ
κωμήτωρ, ορος, ὁ, Dorfbewohner
См. также в других словарях:
κωμήτωρ — κωμήτωρ, ορος, ὁ (Α) [κώμη] κωμήτης* … Dictionary of Greek
κώμη — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek