-
1 κωμύδριον
-
2 κωμύδριον
κωμύδριον, τό, Dörfchen
См. также в других словарях:
κωμύδριον — κωμύδριον, τὸ (Α) 1. μικρή κώμη 2. πιθ. υποκορ. τού κώμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον, μυθ ύδριον)] … Dictionary of Greek
κωμύδριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμυδρίου — κωμύδριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμυδρίῳ — κωμύδριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμύδρια — κωμύδριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)