Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κωμύδριον

См. также в других словарях:

  • κωμύδριον — κωμύδριον, τὸ (Α) 1. μικρή κώμη 2. πιθ. υποκορ. τού κώμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον, μυθ ύδριον)] …   Dictionary of Greek

  • κωμύδριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμυδρίου — κωμύδριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμυδρίῳ — κωμύδριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμύδρια — κωμύδριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»