Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διακωλυτικός

См. также в других словарях:

  • διακωλυτικός — διακωλυτικός, ή, όν (Α) [διακωλύω] κατάλληλος να παρεμποδίζει …   Dictionary of Greek

  • διακωλυτικά — διακωλῡτικά , διακωλῡτικός preventive neut nom/voc/acc pl διακωλῡτικά̱ , διακωλῡτικός preventive fem nom/voc/acc dual διακωλῡτικά̱ , διακωλῡτικός preventive fem nom/voc sg (doric aeolic) διακωλυτικός preventive neut nom/voc/acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακωλυτικόν — διακωλῡτικόν , διακωλῡτικός preventive masc acc sg διακωλῡτικόν , διακωλῡτικός preventive neut nom/voc/acc sg διακωλυτικός preventive masc acc sg διακωλυτικός preventive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»