Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κωλυμάτιον

См. также в других словарях:

  • κωλυμάτιον — catch neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυμάτων — κωλυμάτιον, τὸ (Α) [κώλυμα] 1. μικρό εμπόδιο 2. (στρατ. όρος) η χελώνη που σχημάτιζαν με τις ασπίδες τους οι πολιορκητές …   Dictionary of Greek

  • κωλυματίῳ — κωλυμάτιον catch neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυμάτια — κωλυμάτιον catch neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελωνάριον — τὸ, Α 1. όστρακο από μικρή χελώνα 2. κωλυμάτιον*, εξάρτημα μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. στρουθ άριον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»