-
1 κωβιός
κωβιόςgudgeon: masc nom sg -
2 κωβιός
κωβιός, ὁ, a fish of theII = τιθύμαλλος χαρακίας, Dsc.4.164; = τ. δενδροειδής, Plin.HN26.71. -
3 κωβιός
κωβιός (- ίος)Grammatical information: m.Meaning: name of `a fish, of the gudgeon kind' (IA.)Derivatives: - ίδιον (com., Arist.); also as plant-name, ' τιθύμαλλος, Euphorbia' (Dsc., Plin.); κωβῖτις `kind of ἀφύη' (Arist.; Redard Les noms grecs en - της 83), κωβιώδης 'κ. -like' (Plu.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] = LW [loanword] Assyr.?Etymology: Prob. a loan. Lat. LW [loanword] gōbius (c-), gōbiō (c-), cf. W.-Hofmann s.v., Kretschmer Glotta 16, 166. Fur. 328 compares Assyr. kuppū, gubbua fish'.Page in Frisk: 2,59Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κωβιός
-
4 κωβιοί
κωβιόςgudgeon: masc nom /voc pl -
5 κωβιούς
κωβιόςgudgeon: masc acc pl -
6 κωβιόν
κωβιόςgudgeon: masc acc sg -
7 κωβιοίς
-
8 κωβιοῖς
-
9 κωβιοίσι
-
10 κωβιοῖσι
-
11 κωβιού
-
12 κωβιοῦ
-
13 κωβιώ
-
14 κωβιῷ
-
15 κωβιών
-
16 κωβιῶν
-
17 βλέννος
II β., ὁ, fish allied to κωβιός, βαιών, Sophr.43, Opp.H.1.109.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλέννος
-
18 καυλίνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυλίνης
-
19 κωβιώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωβιώδης
-
20 κῶθος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κωβιός — gudgeon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβιός — ο (AM κωβιός) κοινή σήμερα ονομασία περκόμορφων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια γωβιίδες, αλλ. γωβιός αρχ. δύο είδη φυτών, το τιθύμαλλος χαρακίας και το τιθύμαλλος δενδροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για… … Dictionary of Greek
κωβιοῖς — κωβιός gudgeon masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβιοῖσι — κωβιός gudgeon masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβιοί — κωβιός gudgeon masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβιοῦ — κωβιός gudgeon masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβιούς — κωβιός gudgeon masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβιῶν — κωβιός gudgeon masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβιῷ — κωβιός gudgeon masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβιόν — κωβιός gudgeon masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβίδι — το (AM κωβίδιον) [κωβιός] νεοελλ. κοινή ονομασία ενός είδους κωβιού (μσν. αρχ.) υποκορ. τού κωβιός … Dictionary of Greek