-
1 κωβιώ
-
2 κωβιῷ
См. также в других словарях:
κωβιῷ — κωβιός gudgeon masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κωβιώ
2 κωβιῷ
κωβιῷ — κωβιός gudgeon masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)