-
1 κυανους
-
2 κυανεος
-
3 λίθος
ο 1. камень (тж. мед.);λίθος πειραϊκός — туф;
λίθαργός — каменная глыба;
(πολύτιμος) λίθ — драгоценный камень;
θεμέλιος λίθος — фундаментный камень;
ακρογωνιαίος λίθος прям., перен. — краеугольный камень;
§ δεν έμεινε λίθος επί λίθου — камня на камне не оставил;
κινώ πάντα λίθον — пускать в ход все средства;
2. (η):ηρακλεία λίθος — магнит;
λίθος καυστική — едкий калий;
λίθος κυανούς — медный купорос;
λίθος της κολάσεως — ляпис;
φιλοσοφική λίθος — философский камень;
λυδία λίθος — пробный камень
См. также в других словарях:
κυανούς — ή, ούν (AM κυανοῡς, ή, οῡν) βλ. κυανός … Dictionary of Greek
κυανοῦς — κυάνεος made of masc acc pl (attic epic) κυάνεος made of masc nom sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυανούς Νείλος — Βλ. λ. Νείλος … Dictionary of Greek
Αβάι ή Μπαχρ-ελ Αζράκ ή Κυανούς Νείλος — Ποταμός (3.280 χλμ.) της Αφρικής, ένας από τους κυριότερους παραποτάμους του Νείλου. Οι πηγές του βρίσκονται σε ύψος 2.670 μ. σε αιθιοπικό έδαφος και η συμβολή του στον Νείλο, κοντά στο Χαρτούμ. Το πλάτος του κυμαίνεται από 10 έως 1.000 μ. Περνά… … Dictionary of Greek
κυανός — ή ό και κυανούς, ή, ούν (AM κυανοῡς, ή, οῡν και κυάνεος, έα, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος 2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν α) το χρώμα τού ουρανού, γαλάζιο β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αιγίθαλος — Ονομασία πολλών μικρών στρουθιομόρφων πουλιών του γένους πόρος ή α. Οι α. είναι γνωστοί με διάφορα ονόματα: τρυποκάρυδα, παπαδίτσες, μελισσουργοί, καλόγεροι κ.ά. Ζουν πάνω στα δέντρα, όπου συνήθως χτίζουν τη φωλιά τους μέσα σε τρύπες των κορμών ή … Dictionary of Greek
COERULEUS Color — Graecis κυανοῦς, nihil aliud, quam purpura dilutior et pallidior est, Salmas. ad Tertullian. de Pallio. Alias apud Poetas, pro atro seu nigro. Statius. Theb. l. 4. v. 449. ubi de Infernalibus sacris, Tum fera caeruleis intexit cornua sertis, i. e … Hofmann J. Lexicon universale
ακυανοψία — Μορφή δυσχρωματοψίας κατά την οποία εκείνοι που πάσχουν από αυτήν δεν έχουν φυσιολογική αντίληψη του κυανού χρώματος. Τα άτομα αυτά αποτελούν το 1% των διχρωματόπων, των ανθρώπων δηλαδή που αναγνωρίζουν μόνο τα δύο από τα τρία βασικά χρώματα. * * … Dictionary of Greek
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
κάρθαμος — Μονοετής πόα της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κ. ο βαφικός. Ο κ. είναι ιθαγενής της μεσογειακής Ασίας, ενώ στην Ελλάδα είναι ημιαυτοφυής. Ο βλαστός του είναι όρθιος ύψους 0,60 1,50 μ., από τον οποίο… … Dictionary of Greek