-
1 καθρέφτης
ο1) зеркало;κυττάζομαι ( — или βλέπω) στον καθρέφτη — смотреться в зеркало;
2) отражение, отображение;τα μάτια του είναι καθρέφτης της καλοσύνης τού — его глаза выражают доброту
1 καθρέφτης
κυττάζομαι ( — или βλέπω) στον καθρέφτη — смотреться в зеркало;
τα μάτια του είναι καθρέφτης της καλοσύνης τού — его глаза выражают доброту