-
1 глядеться
глядеть||сянесов разг κυττάζομαι:\глядетьсяся в зеркало κυττάζομαι στον καθρέφτη. -
2 смотреться
смотретьсянесов1. κυττάζομαι, βλέπω τόν ἐαυτόν μου, κυττάζω τόν ἐαυτόν μου· \смотреться в зеркало κυττάζομαι στον καθρέφτη·2. безл βλέπομαι:спектакль смотрится с интересом τό θέαμα βλέπεται μ' ἐνδιαφέρον. -
3 зеркало
зеркалос ὁ καθρέφτης, τό κάτοπτρον:ручное \зеркало τό καθρεφτάκι· смотреться в \зеркало κυττάζομαι στον καθρέφτη· ◊ кривое \зеркало κοίλος ἡ κυρτός καθρέφτης.