-
1 κυρήβια
κυρήβιαhusks: neut nom /voc /acc pl -
2 κυρήβια
κυρήβια, - ίωνGrammatical information: n. pl.Meaning: `husks, bran' (Crat., Hp., Ar.)Derivatives: κυρηβιο-πώλης m. `seller of clay' (Hp., Ar., Epikur.). Κυρηβίων, - ίωνος m. surname (D., Ath.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation and origin both unknown. Fur. 271 connects Hitt. kurimpa- `rest, dregs', but I see little reaon for it. The word looks Pre-Greek. - On κυρηβάζω etc. s. κυρίττω.Page in Frisk: 2,53Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κυρήβια
-
3 κυρήβια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρήβια
-
4 κυρήβι'
κυρήβια, κυρήβιαhusks: neut nom /voc /acc pl -
5 κυρηβίοις
κυρήβιαhusks: neut dat pl -
6 κυρηβίοισι
κυρήβιαhusks: neut dat pl (epic ionic aeolic) -
7 κυρηβίων
κυρήβιαhusks: neut gen plκυρηβίωνmasc nom /voc sg -
8 κυρίττω
Grammatical information: v.Meaning: `butt with the horns' (A., Pl., Arist.)Other forms: fut. κυρίξω.Compounds: With prefix: ἀγκυρίττει μεταμέλεται. Κρῆτες H.; cf. Bechtel Dial. 2, 777.Derivatives: κύριξις (Ael.), κυρίττιλος κορύπτης, πλήκτης H. Also κυρίζω (EM); cf. κυρίζεσθε τρίβεσθε H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: The connection with κορύπτω, κέρας (e.g. Bq, WP. 1, 406) does no explain the formation. Rather (despite Bq s. κύρω) with Curtius 158 and Prellwitz to κύρω, - έω `hit, meet with, obtain'. - An unclear byform is κυρηβάζω, - ομαι, - άσασθαι (Ar., Cratin.) with κυρήβασις, - σία (sch.); also metaph. = λοιδορεῖσθαι; κυρηβάτης καὶ κύρηβος ὁ ἀσελγης ἐν τῳ̃ λοιδορεῖν H. To κυρήβια (s. v.) there seems not to be a road (despite Fr. cosser: cosse). Cf. Fur. 363, who gives no solution; the suffix - ηβ- is hardly IE Greek.Page in Frisk: 2,54Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κυρίττω
См. также в других словарях:
κυρήβια — κυρήβια, ίων, τὰ (Α) 1. αποφλοιωμένα σιτηρά και άχυρα ή πίτουρα σιτηρών, κυρίως κριθαριού, ή αποφλοιωμένα όσπρια 2. ο τόπος ή το κατάστημα όπου πωλούσαν τα κυρήβια («οἶδα τὰς ὁδούς, ἅσπερ Εὐκράτης ἔφευγεν εὐθὺ τῶν κυρηβίων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κυρήβια — husks neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρήβι' — κυρήβια , κυρήβια husks neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρηβίοις — κυρήβια husks neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρηβίοισι — κυρήβια husks neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρηβίων — κυρήβια husks neut gen pl κυρηβίων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρηβιοπώλης — κυρηβιοπώλης, ὁ (Α) [κυρήβια] αυτός που πουλά κυρήβια* («κυρηβιοπῶλα Εὔκρατες», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
Κυρηβίων — Κυρηβίων, ωνος, ὁ (Α) [κυρήβια] προσωνυμία τού Επικράτους («κυριβίων δ ἐπεκαλεῑτο Ἐπικράτης ό Aἰσχίνου τοῡ ῤήτορος κηδεστής», Αθήν.) … Dictionary of Greek