-
1 κύρι'
κύ̱ρια, κύριοςhaving power: neut nom /voc /acc plκύ̱ρια, κύριοςhaving power: neut nom /voc /acc plκύριε, κύριοςhaving power: masc voc sgκύ̱ριε, κύριοςhaving power: masc voc sgκύ̱ριε, κύριοςhaving power: masc /fem voc sgκύ̱ριαι, κύριοςhaving power: fem nom /voc plκύ̱ριο, κυρέωhit: pres imperat mp 2nd sg (doric)κύ̱ριο, κυρέωhit: imperf ind mp 2nd sg (doric) -
2 κῡρι-ωνυμέομαι
κῡρι-ωνυμέομαι, einen eigenthümlichen, besonderen Namen haben, Eust. 635, 7.
-
3 κῡρι-ωνυμία
κῡρι-ωνυμία, ἡ, eigenthümliche, besondere Benennung, Eust.
-
4 κῡρι-αρχικός
κῡρι-αρχικός, das Herrschen betr., Dion. Areop.
-
5 κῡρι-αρχέω
κῡρι-αρχέω, herrschen, Sp.
-
6 κῡρι-αρχία
κῡρι-αρχία, ἡ, dasselbe, Dion. Areop.
-
7 κῡρι ωνυμικῶς
κῡρι ωνυμικῶς, mit einem besonderen Namen, Schol. zu Theocr. Syring. 3.
-
8 κῡρι-άρχησις
κῡρι-άρχησις, ἡ, das Herrschen, Sp.
-
9 κῡρι-ώνυμος
κῡρι-ώνυμος, mit einem eigenthümlichen, besonderen Ramen, Sp.
-
10 κῡρι-ώδης
κῡρι-ώδης, ες, wichtig, entscheidend, Sp.
-
11 κῡρι ωνυμικῶς
-
12 κῡριάρχησις
κῡρι-άρχησις, ἡ, u. κῡρι-αρχία, ἡ, das Herrschen -
13 κυρία
κῡρί-α, ἡ,A authority, power, Arist.Mir. 837a5, etc.; possession, control,οἴνου Plb.6.11A.
4;ταμιείου Id.6.13.1
;τοῦ ἐπαποστεῖλαι στρατηγόν Id.6.15.6
;κυρίαν ἔχειν περί τινος Id.6.14.10
.—The form [full] κυρεία is freq. found in Pap. and Inscrr. from i B.C., as BGU1123.6 (i B.C.), PAmh.2.95i6(ii A.D.), and codd., as Plb.6.11A.4, LXX Da.11.5, Thd. Da.4.19, 6.26(7), Ph.2.52 (v.l.), Ath.10.440f(v.l.), EM427.9, and is required by metre in Man.4.606: [var] contr. from [full] κυριεία (q.v.).II fem. of κύριος (q.v.). -
14 κυριάζεις
κῡρι-άζεις· ἀποκακεῖς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυριάζεις
-
15 κυριακός
A of or for an owner or master, Stud.Pal.22.177.18 (ii A.D.); but usu. of the Roman Emperor, ὁ κ. φίσκος the fiscus, CIG2827 (Aphrod.), Supp.Epigr.2.567 (Caria (?)); κ. ψῆφοι, λόγος, OGI669.13, 18 (Egypt, i A.D.);κ. χρῆμα POxy.474.41
(ii A.D.).II esp. belonging to the Lord (Christ): K. δεῖπνον the Lord's Supper, 1 Ep.Cor.11.20; ἡ K. the Lord's day,Apoc.
1.10; τὸ Κυριακόν (sc. δῶμα) the Lord's house, Edict.Maximiniap.Eus.PE9.10.III Subst. κυριακός, ὁ, spirit invoked in magic, PMag.Par.1.916.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυριακός
-
16 κυριεία
κῡρι-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυριεία
-
17 κυριευτικός
A concerning rights of property,χρηματισμοί Sammelb.5232.22
(i A.D.);δίκαιον Stud.Pal.20.117.4
(v A.D.). Adv. - with full proprietary rights,PAmh.
2.99 (b).5(ii A.D.), PStrassb.29.8, al. (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυριευτικός
-
18 κυριεύω
A to be lord or master of,πάντων X.Mem.2.6.22
, cf. Arist.EN 1160b35;τῆς Ἀσίας X.Mem.3.5.11
;μυρίων γῆς πήχεων Men.1099
, cf. PEleph. 14.14 (iii B.C.), etc.;τῶν γενημάτων PTeb.105.47
(ii B.C.);τῆς θαλάττης Agatharch.5
;ὧν ἁ πόλις.. κυριεύει IG5(2).510.4
(Arc., ii B.C.);κυριεύειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀνδρός D.S.1.27
;σανίδων Phld.Mort.24
;νεκρῶν καὶ ζώντων Ep.Rom.14.9
;κρατεῖν καὶ κ. PStrassb.14.22
(iii A.D.); gain possession of, seize,ζωγρίᾳ τινῶν Plb.1.7.11
, al., cf. Ph.Bel.80.41: later c. acc.,τὰ σώματα καὶ τὴν βοῦν κ. PGrenf.1.21.13
(ii B.C.);τοῦ κυριεύοντος τὴν ὅλην οἰκουμένην PMag.Lond.121.838
: abs., to be dominant, Chrysipp.Stoic.2.244:—[voice] Pass., to be dominated, possessed, .b Astrol., of planets,κ. τοῦ σχήματος Ptol.Tetr. 169
, cf. Vett.Val.63.23:—[voice] Pass.,οἱ -όμενοι τόποι Ptol. Tetr. 112
.II ὁ κυριεύων (sc. λόγος, wh. is expressed in Arr.Epict.2.19.1), a logical puzzle, Plu.2.615a, Luc.Vit.Auct.22, etc., cf. Stoic. 2.93.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυριεύω
-
19 κυριότης
A dominion, Ep.Eph.1.21: in pl., Ep.Col.1.16.2 later, concrete, authority, PMasp.151.199 (vi A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυριότης
-
20 κυριόω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κύρι' — κύ̱ρια , κύριος having power neut nom/voc/acc pl κύ̱ρια , κύριος having power neut nom/voc/acc pl κύριε , κύριος having power masc voc sg κύ̱ριε , κύριος having power masc voc sg κύ̱ριε , κύριος having power masc/fem voc sg κύ̱ριαι , κύριος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АНАПОДИЗМ — [греч. ἀναποδισμός от ἀναποδίζω двигаться назад, возвращаться], вид визант. церковно певч. композиции эпохи калофонического пения. А., как и анаграмматизм (в рукописях эти термины часто смешиваются и взаимозаменяются), обозначает перестановку… … Православная энциклопедия
BASILISCUS — I. BASILISCUS Graece Βασιλίσκος Latine Regulus, Chaldaeis hurman, Hebraeis tsepha, vel tsiphoni, Proverb. c. 23. v. 32. et Elaiae c. 11. v. 8. ab ipso horrendo sono, sibiloque, quô reliqua animalia vel fugat vel interficit, serpentis genus est… … Hofmann J. Lexicon universale
επικυρίαρχος — η, ο (ως επίθ. και ως ουσ.) (για κράτος) αυτός που ασκεί επικυριαρχία πάνω σε μια χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κυρί αρχος (< κύριος + άρχω)] … Dictionary of Greek
κυρ — ο (Μ κῡρ) (ως τιμητική προσαγόρευση προτασσόμενη βαπτιστικού ονόματος ή ουσ. το οποίο δηλώνει αξίωμα ή επάγγελμα) κύριε (α. «κυρ Γιώργο» β. «κυρ δάσκαλε» γ. «κῡρ Βασίλειε», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρι (κλητ. τού κύρις), με σίγηση τού ληκτικού ι… … Dictionary of Greek
κυριακός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κ. (2ος αι. μ.Χ.). Τόσο αυτός όσο και ο Χριστιανός ήταν νήπια τα οποία αποκεφαλίστηκαν στη Ρώμη επί Αντωνίνου (138 160), επειδή, κατά την παράδοση, ψέλλιζαν το όνομα του Ιησού. Η μνήμη τους τιμάται… … Dictionary of Greek
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
σιταρχώ — (I) ἡ, Α γυναίκα αξιωματούχος τής σιταρχίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρχης «τροφοδότης» + επίθημα ώ (πρβλ. μορφ ώ)]. (II) έω, Α τροφοδοτώ ή μισθοδοτώ τους στρατιώτες ή άλλες ομάδες ανθρώπων (α. «σιταρχεῑν τοὺς στρατιώτας», επιγρ. β. «σιταρχεῑται δὴ ὁ… … Dictionary of Greek
φαυλωνυμώ — έω, Μ καλώ κάποιον με φαύλο όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + ωνυμῶ (< ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. κυρι ωνυμῶ, ὁμ ωνυμῶ. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
χρειακός — και χρεακός, ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρεία 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ χρειακοί τα μέλη τού πληρώματος ενός πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρεία + κατάλ. ακός (πρβλ. κυρι ακός, πεδι ακός)] … Dictionary of Greek