Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κυρι-ία

См. также в других словарях:

  • κύρι' — κύ̱ρια , κύριος having power neut nom/voc/acc pl κύ̱ρια , κύριος having power neut nom/voc/acc pl κύριε , κύριος having power masc voc sg κύ̱ριε , κύριος having power masc voc sg κύ̱ριε , κύριος having power masc/fem voc sg κύ̱ριαι , κύριος… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АНАПОДИЗМ — [греч. ἀναποδισμός от ἀναποδίζω двигаться назад, возвращаться], вид визант. церковно певч. композиции эпохи калофонического пения. А., как и анаграмматизм (в рукописях эти термины часто смешиваются и взаимозаменяются), обозначает перестановку… …   Православная энциклопедия

  • BASILISCUS — I. BASILISCUS Graece Βασιλίσκος Latine Regulus, Chaldaeis hurman, Hebraeis tsepha, vel tsiphoni, Proverb. c. 23. v. 32. et Elaiae c. 11. v. 8. ab ipso horrendo sono, sibiloque, quô reliqua animalia vel fugat vel interficit, serpentis genus est… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επικυρίαρχος — η, ο (ως επίθ. και ως ουσ.) (για κράτος) αυτός που ασκεί επικυριαρχία πάνω σε μια χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κυρί αρχος (< κύριος + άρχω)] …   Dictionary of Greek

  • κυρ — ο (Μ κῡρ) (ως τιμητική προσαγόρευση προτασσόμενη βαπτιστικού ονόματος ή ουσ. το οποίο δηλώνει αξίωμα ή επάγγελμα) κύριε (α. «κυρ Γιώργο» β. «κυρ δάσκαλε» γ. «κῡρ Βασίλειε», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρι (κλητ. τού κύρις), με σίγηση τού ληκτικού ι… …   Dictionary of Greek

  • κυριακός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κ. (2ος αι. μ.Χ.). Τόσο αυτός όσο και ο Χριστιανός ήταν νήπια τα οποία αποκεφαλίστηκαν στη Ρώμη επί Αντωνίνου (138 160), επειδή, κατά την παράδοση, ψέλλιζαν το όνομα του Ιησού. Η μνήμη τους τιμάται… …   Dictionary of Greek

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • σιταρχώ — (I) ἡ, Α γυναίκα αξιωματούχος τής σιταρχίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρχης «τροφοδότης» + επίθημα ώ (πρβλ. μορφ ώ)]. (II) έω, Α τροφοδοτώ ή μισθοδοτώ τους στρατιώτες ή άλλες ομάδες ανθρώπων (α. «σιταρχεῑν τοὺς στρατιώτας», επιγρ. β. «σιταρχεῑται δὴ ὁ… …   Dictionary of Greek

  • φαυλωνυμώ — έω, Μ καλώ κάποιον με φαύλο όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + ωνυμῶ (< ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. κυρι ωνυμῶ, ὁμ ωνυμῶ. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • χρειακός — και χρεακός, ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρεία 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ χρειακοί τα μέλη τού πληρώματος ενός πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρεία + κατάλ. ακός (πρβλ. κυρι ακός, πεδι ακός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»