-
1 κυριότης
A dominion, Ep.Eph.1.21: in pl., Ep.Col.1.16.2 later, concrete, authority, PMasp.151.199 (vi A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυριότης
См. также в других словарях:
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek