-
1 μόσχειος
μόσχειος, vom Kalbe; κρέα, Kalbfleisch, Xen. An. 4, 5, 31; auch τὰ μόσχεια allein, Pallad. 21 (IX, 377); δέρμα, Pol. 6, 23, 3; – κυνοῦχος, Xen. Cyn. 2, 10, Hundeleine aus Kalbsleder, auch ἱμάς, zum Geißeln gebraucht, worauf das Wortspiel mit ζωμὸς μόσχειος bei Ath. XIII, 585 c geht.
-
2 κλοιός
κλοιός, ὁ, bei Eust. u. a. Sp. mit dem heterogenen Plur. τὰ κλοιά, att. κλῳός, Ar. Vesp. 897 u. Eur. ( κλείω), Halsband für Hunde; ὥςπερ τοὺς δάκνοντας κύνας κλοιῷ δήσαντες Xen. Hell. 2, 4, 41; κυνοῦχος Philp. 8 (VI, 107); – Halseisen für Menschen, δεδεμένος καὶ τὼ χεῖρε καὶ τὸν τράχηλον ἐν κλοιῷ Xen. Hell. 3, 3, 11; Eupol. Ath. VI, 237 a; – vom Pferde κλοιῷ δειρὴν πεπεδημένος Archi. 24 (IX, 19); – übertr., Plut. de Her. mal. 2; – auch χρύσεος, als Schmuck, ein goldenes Halsband, Eur. Cycl. 183.
-
3 ἀ-χάλκωτος
ἀ-χάλκωτος, κυνοῠχος, nicht mit Erz beschlagen, Leon. Tar. 11 (VI, 298).
-
4 μόσχειος
μόσχειος, vom Kalbe; κρέα, Kalbfleisch; κυνοῦχος, Hundeleine aus Kalbsleder, auch ἱμάς, zum Geißeln gebraucht, worauf das Wortspiel mit ζωμὸς μόσχειος geht
См. также в других словарях:
κυνούχος — κυνοῡχος, ὁ (AM) βαλάντιο, κυνηγετικός σάκος αρχ. 1. το λουρί με το οποίο κρατά και σύρει κάποιος τον σκύλο 2. σάκος από δέρμα σκύλου 3. σάκος στον οποίο φύλαγαν τα ενδύματα 4. φρ. «κλοιὸς κυνοῡχος» το λουρί που μπαίνει στον λαιμό σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
κυνοῦχος — dog leash masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοῦχοι — κυνοῦχος dog leash masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοῦχον — κυνοῦχος dog leash masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek
κυνούχιον — κυνούχιον, τὸ (Α) [κυνούχος] μικρό πορτοφόλι … Dictionary of Greek
μόσχειος — α, ο, θηλ. και ος (Α μόσχειος, ον) [μόσχος(Ι)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μοσχάρι ή που προέρχεται από μοσχάρι, ο μοσχαρήσιος («κυνούχος μόσχειος» λουρί σκύλου από δέρμα μοσχαρήσιο, Ξεν.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo μόσχειον (ενν. δέρμα) το… … Dictionary of Greek
κυνούχους — κυνού̱χους , κυνοῦχος dog leash masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)