-
1 εὐ-χάλκωτος
εὐ-χάλκωτος, schön aus Erz gearbeitet, κρεάγρα Leon. Tar. 14 (VI, 305).
-
2 ἀ-χάλκωτος
ἀ-χάλκωτος, κυνοῠχος, nicht mit Erz beschlagen, Leon. Tar. 11 (VI, 298).
-
3 ἀχάλκωτος
-
4 εὐχάλκωτος
См. также в других словарях:
χαλκωτός — ή, όν, Α [χαλκῶ] πιθ. αυτός που περιβάλλεται από χαλκό … Dictionary of Greek