-
1 κυνηγός
κυνηγόςhound-leader: masc nom sg -
2 κυνηγός
-οῦ ὁ N 2 2-1-0-0-0=3 Gn 10,9(bis); 1 Chr 1,10 -
3 κυνηγός
hunterΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κυνηγός
-
4 κυνηγοί
κυνηγόςhound-leader: masc nom /voc pl -
5 κυνηγούς
κυνηγόςhound-leader: masc acc pl -
6 κυνηγόν
κυνηγόςhound-leader: masc acc sg -
7 κυνηγώ
κυνηγέωhunt: pres subj act 1st sg (attic epic doric)κυνηγέωhunt: pres ind act 1st sg (attic epic doric)κυνηγόςhound-leader: masc gen sg (doric aeolic)——————κυνηγόςhound-leader: masc dat sg -
8 κυναγός
A hound-leader, i.e. huntsman, A. Ag. 695 (lyr.), etc.; as Adj.,τὴν κυναγὸν Ἄρτεμιν S.El. 563
; κυναγὲ παρσένε huntress-maid, Ar.Lys. 1270 (lyr.);Ἔρως ὁ Κύπριδος κ. Tim.
Com.2:—fem. [full] κυνηγίς, ίδος, huntress, name of a comedy by Philetaerus; also (sc. ναῦς), hunting-boat, Theb.Ostr.77 (i A.D.).— Trag. and Com. use κυνᾱγός even in trim., cf. Phryn.399, and v. κυνηγία:—later [full] κυνηγός Arist.HA 579b28, Callix.2, PPetr.3p.115 (iii B.C.), SIG459.2 (Beroea, iii B.C.), D.S.2.25, Plu.Luc.8; = Lat. bestiarius, gladiator who fights with beasts, Just.Nov.115.3.10; κυνᾱγός in this sense, Milet.1(9).314.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυναγός
-
9 κυνηγοίς
-
10 κυνηγοῖς
-
11 κυνηγού
κυνηγέωhunt: pres imperat mp 2nd sg (attic)κυνηγέωhunt: imperf ind mp 2nd sg (attic)κυνηγόςhound-leader: masc gen sg -
12 κυνηγοῦ
κυνηγέωhunt: pres imperat mp 2nd sg (attic)κυνηγέωhunt: imperf ind mp 2nd sg (attic)κυνηγόςhound-leader: masc gen sg -
13 κυνηγών
κυνηγέωhunt: pres part act masc nom sg (attic epic doric)κυνηγόςhound-leader: masc gen pl -
14 κυνηγῶν
κυνηγέωhunt: pres part act masc nom sg (attic epic doric)κυνηγόςhound-leader: masc gen pl -
15 θηληνός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηληνός
-
16 κυνηγέω
Aκεκυνηγῆσθαι Plb.31.29.4
: ([etym.] κυνηγός):—hunt, chase, later form of κυνηγετέω, ὅταν κυνηγήσῃ [ὁ ἀετός] Arist.HA 619a33, cf. Plu.Pel.8, etc.: metaph., pursue, persecute, τινα Pl.Ep. 349c, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνηγέω
-
17 ἀρχικυνηγός
ἀρχι-κῠνηγός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχικυνηγός
-
18 κιλλός
Grammatical information: adj.Meaning: `grey' (Eub. 103, Phot., H., Eust.).Compounds: as 1. member, e. g. κιλλ-ακτήρ ὀνηλάτης, κυνηγός (Poll., H.; Dor.), Κιλλ-άκτωρ PN (AP 5, 28; 44). As 2. member in Maced. Έπό-κιλλος (s. on ἵππος)?Derivatives: With accent-shift κίλλος m. `ass' (cf. Fr. grison; Sammelb. 5224, Poll. 7, 56, H.), metaph.. `cicada' (H.; after the colour, cf. Strömberg Wortstudien 11, Fischnamen 100, Gil Fernandez, Nomres de insectos 100). Deriv. κίλλιος `ass-coloured, ὀνάγρινος' (Poll.), prob. also κιλ\<λ\> ίας στρουθὸς ἄρσην H. - S. κίλλ(ο)υρος.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: For the stem-vowel cf. πιλνός `grey' beside πελιός `id.'. κιλλός acc. to Persson Beitr. 1, 169 to κελαινός (s. v.)? The geminate λλ: from λν (Persson), from λνι̯ (WP. 1, 440), from λι̯ (Güntert Idg. Ablautprobl. 26), short. form (WP. l. c.). - Diff. Prellwitz Wb. - Skt. cillī `cricket' (gramm.) is prob onomatop., s. Mayrhofer KEWA s. v. - So no etym; is the word Pre-Greek? - On Κιλλι-κύριοι s. v.Page in Frisk: 1,852-853Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κιλλός
-
19 קניגי
קְנִיגִי, קִינִיגִיm. (corresp. to a form κυνηγευς = κυνηγός) hunter. Ḥull.60b (Var. in Ar. גְּנִיגִי), v. בַּלִּיסְטָרִי. Gen. R. s. 32 א״ל נח ק׳ אנא said Noah to him, am I a hunter (that I should get these animals into the ark)?; Yalk. ib. 56. -
20 קיניגי
קְנִיגִי, קִינִיגִיm. (corresp. to a form κυνηγευς = κυνηγός) hunter. Ḥull.60b (Var. in Ar. גְּנִיגִי), v. בַּלִּיסְטָרִי. Gen. R. s. 32 א״ל נח ק׳ אנא said Noah to him, am I a hunter (that I should get these animals into the ark)?; Yalk. ib. 56.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κυνηγός — hound leader masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγός — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Οικισμός (19 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Προυσού. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 361 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας.… … Dictionary of Greek
κυνηγός — ο 1. αυτός που βγαίνει να κυνηγήσει, ο θηρευτής. 2. ο εξασκημένος στο κυνήγι. 3. αυτός που επιδιώκει κάτι με επιμονή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυνηγοί — κυνηγός hound leader masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγούς — κυνηγός hound leader masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγῷ — κυνηγός hound leader masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγόν — κυνηγός hound leader masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Прусий II — Προυσίας ὁ Κυνηγός царь Вифинии 182 до н. э. 149 до н. э … Википедия