-
1 κυματιζομαι
См. также в других словарях:
κυματιζόμενον — κυματίζομαι to be agitated by the waves pres part mp masc acc sg κυματίζομαι to be agitated by the waves pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματιζομένης — κυματίζομαι to be agitated by the waves pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματιζόμεναι — κυματίζομαι to be agitated by the waves pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματιζόμενος — κυματίζομαι to be agitated by the waves pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματίζεσθαι — κυματίζομαι to be agitated by the waves pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματίζεται — κυματίζομαι to be agitated by the waves pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκυματίσθη — κυματίζομαι to be agitated by the waves aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματίζω — (AM κυματίζω) [κύμα] προκαλώ κυματισμό, σηκώνω κύματα, κάνω κύματα νεοελλ. μτφ. κινώ κάτι ή κινούμαι κυματοειδώς («η σημαία κυματίζει») μσν. 1. χτυπώ, προσκρούω 2. (για τα μάτια) ανοιγοκλείνω γνέφοντας, παιχνιδίζω 3. φρ. «κυματίζω τὴν γλῶσσάν… … Dictionary of Greek
κυματίζω — κυμάτισα, κυματίστηκα, κυματισμένος 1. δίνω σε κάτι κυματοειδή κίνηση, προξενώ κυματισμό. 2. κυματίζομαι, παράγω κύματα ή έχω κίνηση κυματοειδή: Κυματίζει η κυανόλευκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκυματισθέντες — ἐν κυματίζομαι to be agitated by the waves aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)