-
1 κυκλο-δίωκτος
κυκλο-δίωκτος, im Kreise umhergetrieben, Secund. 2 (IX, 301).
-
2 κυκλοδίωκτος
См. также в других словарях:
λυκοδίωκτος — λυκοδίωκτος, ον (Α) αυτός που κυνηγήθηκε, που καταδιώχθηκε από λύκο («λυκοδίωκτον ὡς δάμαλιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + δίωκτος (< διωκτός < διώκω), πρβλ. δημο δίωκτος, κυκλο δίωκτος] … Dictionary of Greek